παρεναλλαγή

From LSJ

Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρεναλλᾰγή Medium diacritics: παρεναλλαγή Low diacritics: παρεναλλαγή Capitals: ΠΑΡΕΝΑΛΛΑΓΗ
Transliteration A: parenallagḗ Transliteration B: parenallagē Transliteration C: parenallagi Beta Code: parenallagh/

English (LSJ)

ἡ, dislocation, Gal.14.796.

German (Pape)

[Seite 515] ἡ, Umänderung, Galen.

Greek (Liddell-Scott)

παρεναλλαγή: ἡ, ἀλλοίωσις ἢ διαστροφὴ ἕνεκα ἐξαρθρώσεως, κατὰ δὲ τὰ σφυρὰ βραχεῖα μὲν παραλλαγὴ γινομένη δυσαποκατάστατος Γαλην. τ. 14, σ. 796, 19.

Greek Monolingual

ἡ, Α παρεναλλάσσω
η αλλαγή, αλλοίωση ή διαστροφή εξαιτίας εξάρθρωσης («κατὰ δὲ τὰ σφυρὰ βραχεῖα μὲν παρεναλλαγὴ γινομένη δυσαποκατάστατος», Γαλ.).

Translations