ὀρέγνυμι
Οὐκ ἔστιν οὐδείς, ὅστις οὐχ αὑτῷ φίλος → Nemo est, amicus ipse qui non sit sibi → Den gibt es nicht, der nicht sich selber wäre Freund
English (LSJ)
= ὀρέγω, only in part., χεῖρας ὀρεγνύς Il.1.351, 22.37; χεῖρας ὀρεγνύμενος AP7.506.6 (Leon.), cf. Mosch.2.112.
English (Autenrieth)
part. ὀρέγων, ὀρεγνύς, fut. ὀρέξω, aor. ὤρεξα, mid. pres. inf. ὀρέγεσθαι, aor. ὠρέξατ(ο), ὀρέξατ(ο), perf. 3 pl. ὀρωρέχαται, plup. 3 pl. ὀρωρέχατο: reach, extend, mid., stretch out oneself, or one's own hands, etc., reach for, τινός, sometimes τὶ, Il. 16.314, 322, Il. 23.805; of ‘reaching and giving’ something, Il. 24.102; and metaph., ὁπποτέροισι πατὴρ Ζεὺς κῦδος ὀρέξῃ, ‘may bestow,’ Il. 5.33; mid., of trying to hit, ‘lunging’ at one with the spear, Il. 4.307; of horses ‘laying themselves out,’ to exert their speed (perf. and plup.), Il. 16.834; so δράκοντες, ‘outstretched,’ Il. 11.26.
German (Pape)
[Seite 371] = ὀρέγω, nur χεῖρας ὀρεγνύς, Il. 1, 351. 22, 37.
French (Bailly abrégé)
prés. part. ὀρεγνύς;
tendre, étendre, acc..
Étymologie: ὀρέγω.
Russian (Dvoretsky)
ὀρέγνῡμι: (= ὀρέγω) (только part.) протягивать, простирать: χεῖρας ὀρεγνύς Hom. или ὀρεγνύμενος Anth. простирая руки.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρέγνυμι: ὀρέγω, ἐκτείνω, ἐν χρήσει μόνον κατὰ μετοχ., χεῖρας ὀρεγνὺς Ἰλ. Α. 351, Χ. 37· χεῖρας ὀρεγνύμενος Ἀνθ. Π. 7. 506, πρβλ. Μόσχ. 2. 112.
Greek Monolingual
ὀρέγνυμι (Α)
(μόνο στις μτχ. ὀρεγνύς και ὀρεγνύμενος) ορέγω, απλώνω τα χέρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρεγ- του ὀρέγω, κατά τα ρ. σε -νυμι (πρβλ. όρνυμι)].
Greek Monotonic
ὀρέγνυμι: = ὀρέγω, μόνο στην μτχ. χεῖρας ὀρεγνύς, σε Ομήρ. Ιλ. — Μέσ., χεῖρας ὀρεγνύμενος, σε Ανθ.
Middle Liddell
= ὀρέγω only in part.]
χεῖρας ὀρεγνύς Il.: Mid., χεῖρας ὀρεγνύμενος Anth.