κάμιλος

From LSJ
Revision as of 13:38, 28 February 2024 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

εὐηθείης ἠλιθίου ἀπηλλαγμένον → free from silly foolishness, many removes from folly

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάμῑλος Medium diacritics: κάμιλος Low diacritics: κάμιλος Capitals: ΚΑΜΙΛΟΣ
Transliteration A: kámilos Transliteration B: kamilos Transliteration C: kamilos Beta Code: ka/milos

English (LSJ)

ὁ, rope, Sch.Ar.V.1030, Suid. (Perh. coined as an emendation of the phrase εὐκοπώτερόν ἐστι κάμηλον διὰ τρυπήματος ῥαφίδος διελθεῖν ἢ πλούσιον εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ θεοῦ εἰσελθεῖν = it is easier for a camel to go through the eye of a needle than for a rich man to enter into the kingdom of God Ev.Matt.19.24: but cf. Arab. jummal 'ship's cable'.)

German (Pape)

[Seite 1316] ὁ, nach Suid. u. Schol. Ar. Vesp. 1030 Ankertau. Vielleicht aus Mißverstand der Stelle des N.T., wo es heißt εὐκοπώτερόν ἐστι κάμηλον διὰ τρυπήματος ῥαφίδος εἰσελθεῖν, was im wörtlichen Sinne vom Kameel zu nehmen, wie die Araber ganz ähnlich sagen »einen Elephanten durch ein Nadelöhr gehen lassen«, und wie Matth. 23, 24 vom Verschlucken eines Kameeles die Rede ist.

Russian (Dvoretsky)

κάμῑλος:толстая веревка, канат (NT - v.l. к κάμηλος).

Greek (Liddell-Scott)

κάμῑλος: ὁ, κατὰ τὸν Σουΐδ. καὶ Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 1030, «τὸ παχὺ σχοινίον». Ἡ λέξις πιθανῶς ἔχει τὴν ἀρχὴν αὑτῆς ἐκ τοῦ γνωστοῦ χωρίου τῆς Καιν. Διαθ. (Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιθ΄, 24): «εὐκοπώτερόν ἐστι κάμηλον διὰ τρυμαλιᾶς ῥαφίδος διελθεῖν», ἔνθα ὑπό τινων ἐνομίσθη καταλληλοτέρα πρὸς τὴν παρομοίωσιν ἡ ἔννοια τοῦ σχοινίου ἢ τῆς καμήλου. Ἀλλ’ οἱ Ἄραβες ἔχουσι παροιμίαν περὶ ἐλέφαντος διερχομένου διὰ τῆς ὀπῆς τῆς βελόνης· καὶ τὸ διυλίζοντες τὸν κώνωπα τὴν δὲ κάμηλον καταπίνοντες εἶναι ὁμοίως παροιμιώδης φράσις ἐν τῷ Εὐαγγ. κ. Ματθ. κγ΄, 24.

Greek Monolingual

κάμιλος, ὁ (AM)
χοντρό και μακρύ σχοινί, κν. καραβόσκοινο, παλαμάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται μάλλον για δ. γρφ. του κάμηλος, που ερμηνεύθηκε από τους Έλληνες «χοντρό σχοινί» λόγω του χωρίου της Καινής Διαθήκης ευκοπώτερόν εστι κάμηλον διά τρυμαλιάς ραφίδος διελθείν ή πλούσιον εις την βασιλείαν του Θεού εισελθείν. (Ματθ. ιθ', 24)]. Το κάμηλος, η, «καμήλα» φαινόταν άσχετο με την τρύπα της βελόνας, οι Άραβες όμως έχουν παροιμία και για τον ελέφαντα που περνά μέσα από αυτήν.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: rope (Sch. Ar. V. 1035, Suid.).
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Sem.
Etymology: - Acc. to Lewy Fremdw. 154 from Semitic, cf. Arab. ǵamal ships rope'. Acc. to others from the v.l. κάμιλος for κάμηλος Ev. Matt. 19, 24, Mk. 10, 25, Luk. 18, 25 (κάμηλον διὰ τρήματος ῥαφίδος διελθεῖν), as rope would fit better (so no suggestion on its origin; cf. Bauer Griech.-dt. Wb. zum NT. s. v.

Frisk Etymology German

κάμιλος: {kámilos}
Grammar: m.
Meaning: Ankertau, Schiffstau (Sch. Ar. V. 1035, Suid.).
Etymology: Nach Lewy Fremdw. 154 aus dem Semitischen, vgl. arab. ĝamal Schiffstau. Nach anderer Auffassung aus der v.l. κάμιλος für κάμηλος Ev. Matt. 19, 24, Mk. 10, 25, Luk. 18, 25 (κάμηλον διὰ τρήματος ῥαφίδος διελθεῖν) entstanden, weil Tau im Zusammenhang besser zu passen schien; vgl. Bauer Griech.-dt. Wb. zum NT. s. v. m. Lit.
Page 1,772

Chinese

原文音譯:k£mhloj 卡姆羅士
詞類次數:名詞(6)
原文字根:駱駝 相當於: (גָּמָל‎)
字義溯源:駱駝;源自希伯來文(גָּמָל‎)=駱駝);而 (גָּמָל‎)出自(גָּמַל‎)=報應)
出現次數:總共(6);太(3);可(2);路(1)
譯字彙編
1) 駱駝(6) 太3:4; 太19:24; 太23:24; 可1:6; 可10:25; 路18:25