δηλονότι
Μισῶ πονηρόν, χρηστὸν ὅταν εἴπῃ λόγον → Cum recta fatur, improbum odi maxime → Den Schlechten hass' ich, wenn ein gutes Wort er spricht
English (LSJ)
i.e. δῆλόν [ἐστιν] ὅτι (cf.
A δῆλος 11.3), used adverbially, clearly, manifestly, Pl.Cri.53a, Grg.487d, etc.; once in NT, 1 Ep.Cor.15.27.
II freq. epexegetically, that is to say, namely, Pl.Smp. 199a, X.Cyr.5.4.6, etc.: in Gramm. the common form for introducing an explanation, Sch.Ar.Ach.11, etc.
Spanish (DGE)
adv.
1 evidentemente, desde luego, por supuesto, está claro que κατακαύσας τρύγα οἴνου λευκοῦ, τὸ λεπτότατον δ. τῆς τρυγός calcinando el poso de vino blanco, naturalmente la parte más fina del poso Hp.Steril.225, cf. Morb.Sacr.11, Art.35, Mul.1.71, And.Myst.30, D.18.130, 19.40, μηδὲν ... εἶναι τὴν φύσιν ἢ ψυχὴν καὶ δ. ψυχὴν οὐκ ἄλογον Attic.8.6, ἐρεῖς ... δ., φιλτάτη, πρὸς βασιλέα τὰ καθ' ἡμᾶς dirás por supuesto, querida, lo nuestro al rey Hld.9.24.3, cf. E.Ep.5.37, IPr.105.15 (I a.C.), Plu.2.701d, 863a, I.BI 6.116, PSI 698.19 (IV d.C.), Sardis 18.27 (V d.C.), PMich.607.29 (VI d.C.), Sch.Hypsicl.5.5, 35.7
•en respuestas por supuesto, sí Alex.34.6, Plu.2.119e.
2 en uso epexegético es decir, a saber Numen.15.2, Anon.Summ.5, Eus.Is.1.27, 27.10 (p.177), Sch.Ar.Ach.11 (v. tb. δῆλος, -η, -ον II 3 c).
German (Pape)
[Seite 560] d. i. δῆλον ὅτι, = δηλαδή, offenbar, versteht sich, allerdings. In den meisten Fällen können beide Wörter für sich gefaßt werden, wenn sie auch dem von ὅτι abhängigen Verbum nachstehen, z. B. ἀλλὰ σὺ δῆλον ὅτι ἐπεκδιδάξεις Plat. Euthyd. 7 a; μετέχον ἂν τοῦ ἑνὸς δῆλον ὅτι ἄλλο ὃν ἢ ἕν, d. i. δῆλον ὅτι ἄλλο ὃν ἢ ἓν μετέχοι ἂν τοῦ ἑνός, Parm. 158 a; doch steht es auch ohne ein solches Verbum, in Antworten, Alexis Ath. XIV, 650 c u. IX, 386 a; wie bei Gramm. oft die Erklärung einführend: das ist, das heißt, nämlich.
French (Bailly abrégé)
adv.
1 évidemment, manifestement;
2 c'est-à-dire, à savoir.
Étymologie: p. δῆλον ὅτι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δηλονότι adv., ook geschreven δῆλον ὅτι natuurlijk:. ταχὺ ὂν δηλονότι (ouderdom) die natuurlijk snel is Plat. Smp 195b. namelijk, dat wil zeggen:. Ἔρωτος ἐγγενομένου, δηλονότι κάλλους als Liefde, dat wil (natuurlijk) zeggen Liefde voor schoonheid, in hun midden is Plat. Smp. 197b.
Russian (Dvoretsky)
δηλονότι: adv. (тж. раздельно) (= δῆλόν ἐστι ὅτι) ясно, очевидно, конечно Thuc., Xen., Arst.: ἔχει δὴ οὁτωσὶ δ. τούτων πέρι νυνί Plat. вот в каком положении, очевидно, сейчас этот вопрос.
Greek (Liddell-Scott)
δηλονότι: ὅ ἐ. δῆλόν [ἐστιν] ὅτι, ἐν χρήσει παρενθετικῶς, πολὺ ὅμοιον τῷ δηλαδή, προδήλως, ἐμφανῶς, σαφῶς, φανερῶς, Πλάτ. Κρίτωνι 53Α, Γοργ. 487D, κτλ. Ἀλλ᾽ ἡ πλήρης φράσις φαίνεται παρὰ πολλοῖς συγγραφεῦσιν, ὡς καὶ δῆλον ὅτι… οὐκ ὀρθῶς ἀπαρέσκοιμεν Θουκ. 3. 38· τὰ Κύρου δῆλον ὅτι οὕτως ἔχει Ξεν. Ἀν. 1. 3, 9. πρβλ. Κύρ. 2. 4, 24, κτλ.· ἴδε ὅτι ΙΙΙ. ΙΙ. συχνάκις κεῖται ἐπεξηγητικῶς = δηλαδή, ἤγουν, ἤτοι, Λατ. scilicet, Πλάτ. Συμπ. 199Α, Ξεν. Κύρ. 5. 4, 6, κτλ.· καὶ παρὰ γραμματικοῖς εἶνε ὁ συνήθης τύπος ὁ εἰσάγων τὴν ἑρμηνείαν λέξεώς τινος.
Greek Monolingual
(AM δηλονότι)
1. σαφώς, φανερά, εμφανώς
2. (επεξ.) ήτοι, τουτέστιν.
[ΕΤΥΜΟΛ. Από τη φράση «δήλον (εστί) ότι»].
Greek Monotonic
δηλονότι: δηλ. δῆλόν (ἐστιν) ὅτι, χρησιμ.:
I. 1. παρενθετικά, αρκετά καθαρά, εμφανώς, σαφώς, σε Πλάτ. κ.λπ.
II. επεξηγηματικά, δηλαδή, κυρίως, Λατ. scilicet, στον ίδ., σε Ξεν.
Middle Liddell
I. i. e. δῆλόν [ἐστιν] ὅτι, used parenthetically, quite clearly, manifestly, plainly, Plat., etc.
II. epexegetically, that is to say, namely, Lat. scilicet, Plat., Xen.