κατασθμαίνω

From LSJ
Revision as of 11:15, 3 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατασθμαίνω Medium diacritics: κατασθμαίνω Low diacritics: κατασθμαίνω Capitals: ΚΑΤΑΣΘΜΑΙΝΩ
Transliteration A: katasthmaínō Transliteration B: katasthmainō Transliteration C: katasthmaino Beta Code: katasqmai/nw

English (LSJ)

pant, struggle against, c. gen., ἵππος Χαλινῶν ὣς κατασθμαίνων μένει A.Th.393.

German (Pape)

[Seite 1377] wogegen anschnauben, vom Pferde, χαλινῶν, gegen den Zügel, Aesch. Spt. 375.

French (Bailly abrégé)

renacler contre en parl. d'un cheval ; s'irriter contre, gén..
Étymologie: κατά, ἀσθμαίνω.

Russian (Dvoretsky)

κατασθμαίνω: фыркать: ἵππος χαλινῶν κατασθμαίνων μένει Aesch. конь гневно фыркает (сердясь) на узду.

Greek (Liddell-Scott)

κατασθμαίνω: ἀσθμαίνων ἀγωνίζομαι ἐναντίον τινός, διὰ φυσήματος ἰσχυροῦ τείνω νὰ καταβάλω τι, μετὰ γεν., ἵππος χαλινῶν ὣς κατασθμαίνων, ἀσθμαίνων κατὰ τῶν χαλινῶν, Αἰσχύλ. Θήβ. 393.

Greek Monolingual

κατασθμαίνω (Α)
παλεύω εναντίον κάποιου ασθμαίνοντας («ἵππος χαλινῶν ὡς κατασθμαίνων μένει», Αισχύλ.).

Greek Monotonic

κατασθμαίνω: αγωνίζομαι ασθμαίνοντας ενάντια σε κάτι, με γεν., σε Αισχύλ.

Middle Liddell

to pant and struggle against a thing, c. gen., Aesch.