κατασθμαίνω
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
English (LSJ)
pant, struggle against, c. gen., ἵππος Χαλινῶν ὣς κατασθμαίνων μένει A.Th.393.
German (Pape)
[Seite 1377] wogegen anschnauben, vom Pferde, χαλινῶν, gegen den Zügel, Aesch. Spt. 375.
French (Bailly abrégé)
renacler contre en parl. d'un cheval ; s'irriter contre, gén..
Étymologie: κατά, ἀσθμαίνω.
Russian (Dvoretsky)
κατασθμαίνω: фыркать: ἵππος χαλινῶν κατασθμαίνων μένει Aesch. конь гневно фыркает (сердясь) на узду.
Greek (Liddell-Scott)
κατασθμαίνω: ἀσθμαίνων ἀγωνίζομαι ἐναντίον τινός, διὰ φυσήματος ἰσχυροῦ τείνω νὰ καταβάλω τι, μετὰ γεν., ἵππος χαλινῶν ὣς κατασθμαίνων, ἀσθμαίνων κατὰ τῶν χαλινῶν, Αἰσχύλ. Θήβ. 393.
Greek Monolingual
κατασθμαίνω (Α)
παλεύω εναντίον κάποιου ασθμαίνοντας («ἵππος χαλινῶν ὡς κατασθμαίνων μένει», Αισχύλ.).
Greek Monotonic
κατασθμαίνω: αγωνίζομαι ασθμαίνοντας ενάντια σε κάτι, με γεν., σε Αισχύλ.