ἀντιδωρέομαι

From LSJ
Revision as of 11:45, 3 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")

Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιδωρέομαι Medium diacritics: ἀντιδωρέομαι Low diacritics: αντιδωρέομαι Capitals: ΑΝΤΙΔΩΡΕΟΜΑΙ
Transliteration A: antidōréomai Transliteration B: antidōreomai Transliteration C: antidoreomai Beta Code: a)ntidwre/omai

English (LSJ)

present in return, ἀ. τινά τινι one with a thing, Hdt.2.30; τινί τι a thing to one, θεοὶ δέ σοι ἐσθλῶν ἀμοιβὰς ἀντιδωρησαίατο E.Hel. 159, cf. Pl.Euthphr.14e; offer instead τούτου ἐφιέμενος ἀ. ἄλλο Arist.EN1159b14.

Spanish (DGE)

regalar a cambio, remunerar, corresponder c. ac. de pers. y dat. de cosa ὁ δέ σφεας τῷδε ἀντιδωρέεται Hdt.2.30, αὐτὸν ... ἄλλοις τε πολλοῖς καὶ γῇ I.Ap.1.110
c. dat. de pers. y ac. de cosa θεοὶ δέ σοι ἐσθλῶν ἀμοιβὰς ἀντιδωρησαίατο E.Hel.159, en v. pas. ταῦτα ἐκείνοις ἀντιδωρεῖσθαι Pl.Euthphr.14e
sólo c. ac. ofrecer, dar a cambio χρήματα Pl.Lg.938a, τούτου ἐφιέμενος ἀ. ἄλλο Arist.EN 1159b14, abs. X.Cyr.5.4.32
pagar en v. pas. οὐκ ἀντεδωρήθης PBon.5.4.17 (III/IV d.C.), cf. 5.10.10
c. ac. de pers. devolver τοὺς αἰχμαλώτους Plb.1.83.8, 3.28.3.

German (Pape)

[Seite 252] dagegen schenken, vergelten, Her. 2, 80; τινί, Plat. Euthyphr. 14 e u. sonst.

French (Bailly abrégé)

-οῦμαι;
faire don en échange ou en retour.
Étymologie: ἀντί, δωρέομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἀντιδωρέομαι: дарить в ответ (τι Arst.; τινί τι Eur., Plat. и τινά τινι Her., Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιδωρέομαι: ἀποθ., παρέχω τι ὡς δωρεὰν ἀντὶ ἐκείνου ὅπερ ἔλαβον ὁ δέ σφεας τῷδε ἀντιδωρέεται, ἔνθα ἡ δοτ. σημαίνει τὸ πρᾶγμα, Ἡρόδ. 2. 30, Πλάτ., κτλ.· ὡσαύτως, τινί τι, πρᾶγμά τι εἴς τινα, ὡς ἀνταμοιβὴν καλῆς πράξεως, θεοὶ δέ σοι ἐσθλῶν ἀμοιβὰς ἀντιδωρησαίατο Εὐρ. Ἑλ. 159, πρβλ. Πλάτ. Εὐθύφρ. 14Ε· ματὰ τοῦ τι μόνον, οὗ γὰρ τυγχάνει τις ἐνδεὴς ὤν, τούτου ἐφιέμενος ἀντιδωρεῖται ἄλλο Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 8. 8, 6.

Greek Monotonic

ἀντιδωρέομαι: μέλ. -ήσομαι, αποθ., δωρίζω σε αντάλλαγμα, τινά τινι, κάποιον με κάτι, σε Ηρόδ., Πλάτ. κ.λπ.· επίσης, ἀντ. τινί τι, δωρίζω κάτι σε ανταπόδοση προς κάποιον, σε Ευρ.

Middle Liddell

Dep. to present in return, τινά τινι one with a thing, Hdt., Plat., etc.; also, ἀντ. τινί τι to present a thing in turn to one, Eur.