ἀποδατέομαι

From LSJ
Revision as of 11:45, 3 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ξένος ὢν ἀπράγμων ἴσθι καὶ πράξεις καλῶς → Rerum abstine peregrinus et vives bene → Als Fremder sei friedliebend und es geht dir gut

Menander, Monostichoi, 399
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποδᾰτέομαι Medium diacritics: ἀποδατέομαι Low diacritics: αποδατέομαι Capitals: ΑΠΟΔΑΤΕΟΜΑΙ
Transliteration A: apodatéomai Transliteration B: apodateomai Transliteration C: apodateomai Beta Code: a)podate/omai

English (LSJ)

fut. -δάσομαι [ᾰ], Ep. -δάσσομαι: Ep. aor.
A -δασσάμην Theoc.17.50, inf. -δάτταθθαι Leg.Gort.4.29:—portion out to others, apportion, ἥμισν τῷ ἐνάρων ἀποδάσσομαι Il.17.231; Ἀχαιοῖς ἄλλ' ἀποδάσσεσθαι 22.118; σοὶ δ' αὖ.. τῶνδ' ἀποδάσσομαι ὅσσ' ἐπέοικεν 24.595; πάντωνἴσον Pi.N.10.86, cf. Call.Del.9, etc.
II part off, separate, ἀποδασάμενος μόριον ὅσον δὴ τῆς στρατιῆς Hdt.2.103.

Spanish (DGE)

• Morfología: [pres. no testimoniado; fut. -δάσομαι c. -ᾰ-, ép. -δάσσομαι Il.17.231, 24.595; aor. ind. -δάσσαο Theoc.17.50, inf. -δάσσασθαι Pi.N.10.86, -δάττασθαι ICr.4.72.4.29 (Gortina V a.C.)]
I gener. c. ac. y dat.
1 dar una parte, repartir ἥμισυ τῷ ἐνάρων ἀποδάσσομαι le daré la mitad de los despojos, Il.17.231, σοὶ δ' αὖ ... τῶνδ' ἀποδάσσομαι ὅσσ' ἐπέοικεν Il.24.595, Ἀχαιοῖς ἄλλ' ἀποδάσσεσθαι Il.22.118, πάντων ... ἀποδάσσασθαι ἴσον Pi.N.10.86, ἑὰς δ' ἀπεδάσσαο τιμάς le diste sus honores como parte (de los tuyos, ref. a Afrodita), Theoc.17.50, cf. ICr.4.72.4.29 (Gortina V a.C.).
2 fig. dedicar una parte Δήλῳ νῦν οἴμης ἀποδάσσομαι Call.Del.9.
II separar, apartar c. ac. ἀποδασάμενος τῆς ... στρατιῆς μόριον Hdt.2.103.

Russian (Dvoretsky)

ἀποδατέομαι: Hom. v.l. = ἀποδαίομαι.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποδατέομαι: μέλλ. -δάσομαι [ᾰ], Ἐπ. -δάσσομαι: - ἀπομερίζω, χωρίζω μερίδιον δι’ ἄλλου, ἥμισυ τῷ… ἀποδάσσομαι Ἰλ. Ρ. 231· Ἀχαιοῖς ἀλλ’ ἀποδάσσεσθαι Χ. 118· σοὶ δ’ αὖ… τῶνδ’ ἀποδάσσομαι, ὅσσ’ ἐπέοικεν Ω. 595· πρβλ. Πινδ. Ν. 10. 162, Καλλ. εἰς Δῆλ. 9, κτλ. ΙΙ. χωρίζω μέρος ἐκ συνόλου τινός, ἀποσπῶ, ἀποδασάμενος τῆς ἑωυτοῦ στρατιῆς μόριον ὅσον δὴ αὐτοῦ κατέλιπε τῆς χώρης οἰκήτορας Ἡρόδ. 2. 103.

English (Slater)

ἀποδᾰτέομαι share out c. acc. & gen. “πάντων δὲ νοεῖς ἀποδάσσασθαι ἴσον” (N. 10.86)

Greek Monolingual

ἀποδατέομαι (Α) δατούμαι
1. ξεχωρίζω, δίνω μερίδιο σε κάποιον
2. διαχωρίζω, αποσπώ μέρος ενός όλου.

Greek Monotonic

ἀποδατέομαι: μέλ. -δάσομαι, Επικ. -δάσσομαι·
I. μοιράζω σε άλλους, διαμοιράζω, τί τινι, σε Ομήρ. Ιλ.
II. χωρίζω ένα μέρος από το σύνολο, ξεχωρίζω, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

I. to portion out to others, to apportion, τί τινι Il.
II. to part off, separate, Hdt.