δύσχορτος
Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand
English (LSJ)
δύσχορτον, with little grass or with little food, δύσχορτοι οἶκοι inhospitable dwellings, E.IT219 (lyr.).
Spanish (DGE)
-ον de malos pastos δυσχόρτους οἴκους ναίω E.IT 219.
German (Pape)
[Seite 691] ohne Futter, unwirthlich, οἶκοι Eur. I. T. 208.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui manque de fourrage, stérile, pauvre.
Étymologie: δυσ-, χόρτος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δύσχορτος -ον [δυσ-, χόρτος] met weinig grasland, met barre gronden.
Russian (Dvoretsky)
δύσχορτος: не имеющий пищи, т. е. негостеприимный (οἶκοι Eur.).
Greek Monolingual
δύσχορτος, -ον (Α)
αυτός που παρέχει λίγο χόρτο, λίγη τροφή.
Greek Monotonic
δύσχορτος: -ον, αυτός που έχει λιγοστό χορτάρι, ανεπαρκής για τροφή, σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
δύσχορτος: -ον, ὀλίγον χόρτον, ὀλίγην τροφὴν ἔχων, δ. οἶκος, κατοικία ἄξενος, Εὐρ. Ι. Τ. 219.
Middle Liddell
δύσ-χορτος, ον
with little grass, ill off for food, Eur.
Translations
inhospitable
Bulgarian: негостоприемен; Catalan: inhòspit; Dutch: onherbergzaam; French: inhospitalier; Galician: inhóspito; Greek: αφιλόξενος; Ancient Greek: ἀλίμενος, ἄμεικτος, ἄμικτος, ἀμιχθαλόεις, ἄξεινος, ἄξενος, ἀπόξενος, ἀφιλόξενος, δύσαυλος, δύσξενος, δύσχορτος, ἐχθρόξενος, κακόξεινος, κακόξενος, μισόξενος, φυγόξενος; Irish: ainfhial, danartha, dofháilteach, doicheallach, dothíosach; Latin: inhospitalis; Malagasy: tsy azo hiainana; Manx: neuoastagh, anoltagh, neuaaghtagh, neuchuirree; Norwegian Bokmål: ugjestmild; Nynorsk: ugjestmild; Old English: uncumlīþe, unġiestlīþe; Polish: niegościnny; Portuguese: inóspito; Russian: негостеприимный; Spanish: inhóspito; Swedish: ogästvänlig