ἡμιωβολιαῖος

From LSJ
Revision as of 13:13, 11 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "werth" to "wert")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

German (Pape)

[Seite 1171] α, ον, einen halben Obolus wert, Ar. Ran. 554; so groß wie ein halber Obolus, Xen. Mem. 1, 3, 12.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
1 qui vaut une demi-obole;
2 de la largeur d'une demi-obole.
Étymologie: ἡμιωβόλιον.

Russian (Dvoretsky)

ἡμιωβολιαῖος:
1 ценой в пол-обола (κρέα Arph.);
2 величиной с монету в пол-обола (φαλάγγιον Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

ἡμιωβολιαῖος: -α, -ον, ἔχων ἀξίαν ἡμίσεος ὀβολοῦ, Ἀριστοφ. Βατρ. 554· ἔχων τὸ μέγεθος ἡμίσεος ὀβολοῦ, Ξεν. Ἀπομν. 1. 3, 12.

Greek Monolingual

ἡμιωβολιαῖος, -α, -ον (Α) ημιώβολο
1. αυτός που έχει αξία μισού οβολού
2. αυτός που έχει μέγεθος μισού οβολού.

Greek Monotonic

ἡμιωβολιαῖος: -α, -ον, αυτός που έχει αξία μισού οβολού, σε Αριστοφ.· αυτός που έχει το μέγεθος του μισού οβολού, σε Ξεν.

Middle Liddell

ἡμι-ωβολιαῖος, η, ον
worth half an obol, Ar.: as large as a half-obol, Xen. [from ἡμιωβόλιον