διοιδέω
τὸ λακωνίζειν πολὺ μᾶλλόν ἐστιν φιλοσοφεῖν ἢ φιλογυμναστεῖν → to behave like a Lacedaemonian is much more to love wisdom than to love gymnastics (Plato, Protagoras 342e6)
English (LSJ)
pf. and plpf., διῴδηκα, -ειν, Luc.Gall.10, Nec.18:—strengthened for οἰδέω, Hp. Art.79 (prob.), J.BJ5.12.3, Luc. Il. cc.; of the sea, Str.3.5.8: metaph. of a person, swell with anger, Ph.2.583; of a city, to be in a ferment, D.H.9.48:—Med., metaph., διοιδουμένη καὶ οὐκ ἄνευ ζηλοτυπίας Hld. 7.7.
Spanish (DGE)
1 hincharse de pers. o partes del cuerpo πολὺ ἀπονωτέρη ἡ ἐμβολὴ ἡ πρὶν διοιδεῖν ἐστίν la reducción es mucho más fácil antes de que haya hinchazón Hp.Art.79, de las hembras por efecto de la menstruación, Ar.Byz.Fr.Epit.1.11, παῖδες καὶ νεανίαι διοιδοῦντες por efecto del hambre, I.BI 5.513, διῳδήκει ἐκ τῆς φαρμακοποσίας δὴ τὰ σκέλη Luc.Nec.18, ὠχρὸς ὅλος ὢν καὶ διῳδηκώς de un enfermo, Luc.Gall.10, ἡ γλῶσσα Hippiatr.19.3, cf. Sud., de mineral en fusión, Hippol.Haer.4.28.13
•del mar encresparse, levantarse en la marea alta por influjo de la luna, Str.3.5.8.
2 fig. entrar en ebullición, alborotarse ἡ πόλις ὅλη διοιδοῦσα καὶ ἀγριαινομένη D.H.9.48
•de pers. hincharse, encolerizarse ὁ δ' ἔτι ... διῴδει καὶ μεστὸς ... ὀργῆς Ph.2.583, διοιδουμένη καὶ οὐκ ἄνευ ζηλοτυπίας Hld.7.7.7, διοιδούσης μοι πρὸς τὴν ἀλογίαν τῶν γινομένων ἔνδοθεν τῆς καρδίας se me inflamaba dentro el corazón a causa de lo absurdo de los acontecimientos Gr.Naz.Ep.249.19, τὸ διοιδοῦν τῆς ψυχῆς Gr.Nyss.Flacill.475.15.
French (Bailly abrégé)
διοιδῶ :
se gonfler, se soulever.
Étymologie: διά, οἰδέω.
German (Pape)
ganz aufschwellen, vom Meere, Strab. 3.5.8; vom Körper DS. 2.12; Luc. Necyom. 18 und A.; übertragen, Heliod. 7.7, zornig werden.
Russian (Dvoretsky)
διοιδέω: набухать, распухать (διοιδεῖ τὸ σῶμα Diod.; ὠχρὸς καὶ διῳδηκώς Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
διοιδέω: μέλλ. -ήσω, ἐπιτεταμ. οἰδέω, πιθ. γραφ. παρ’ Ἱππ. Ἄρθρ. 838, Λουκ. Νεκυομ. 18· ἐπὶ τῆς θαλάσσης, Στράβ. 173. -Μέσ., μεταφ., Ἡλιόδ. 7. 7.
Greek Monotonic
διοιδέω: μέλ. -ήσω, επιτετ. τύπος του οἰδέω, σε Λουκ.
Middle Liddell
fut. ήσω [strengthened for οἰδέω Luc.]