διακαρτερέω
Λύπη παροῦσα πάντοτ' ἐστὶν ἡ γυνή → Mulier perenne pignus aegrimoniae est → Ein gegenwärtig Leid ist stets das Eheweib
English (LSJ)
A endure to the end, Hdt.3.52; ἐς τὸ ἔσχατον Id.7.107; εἰς τὴν πατρίδα δ. stand by one's country, Lycurg.85; ἐν τῇ συμμαχίᾳ X.HG7.2.1: c. part., δ. πολεμῶν ib.4.8, cf. Plu.Sert.7: c. inf., δ. μὴ λέγειν τἀληθῆ to be obstinate in refusing to speak the truth, Arist.Rh. 1377a4.
2 c. acc., bear patiently, δ. τηλικαύτην ἡμέραν Alex.233; κακοπάθειαν δ. Plb.36.16.4.
Spanish (DGE)
1 intr. resistir, aguantar, permanecer firme hasta el final διακαρτερέων ἐν τῇσι στοιῇσι ἐκαλινδέετο manteniéndose firme en su actitud, erraba por los pórticos Hdt.3.52, λιμῷ Ephor.175, c. part. pred. ἡμέρας δέκα σαλεύων ... ἐπιπόνως διεκαρτέρησεν Plu.Sert.7, δέον τοὺς θεατὰς τῶν Ὀλυμπίων διακαρτερεῖν διψῶντας Luc.Peregr.19
•c. giro prep. ἐς τὸ ἔσχατον Hdt.7.107, εἰς τὴν πατρίδα por la patria Lycurg.85, ἐν τῇ συμμαχίᾳ X.HG 7.2.1, πρὸς τὴν μετὰ τῶν ἄλλων τύχην I.BI 6.280, διακαρτερεῖς πρὸς τὸ κρύος Luc.Gall.23, πρὸς τὸν ἀέρα Gr.Nyss.Bas.113.5, ἐπὶ τοιούτῳ πάθει I.AI 16.379, μέχρι πολλοῦ διακαρτερήσαντες D.H.9.57
•c. ac. adv. de tiempo οὐ δυνήσομαι διακαρτερῆσαι τηλικαύτην ἡμέραν Alex.235, cf. Isoc.17.55, ἔτι πέντε ἡμέρας LXX Iu.7.30, ὀλίγον διακαρτερήσας Luc.Asin.9, τὸ λειπόμενον μέρος τῆς ἡμέρας Plu.Crass.30, cf. 2.47a, Pythag.Ep.6.7, Ath.412c, D.H.1.27, D.C.51.8.5.
2 tr. soportar pacientemente τοὺς αἰκισμούς LXX 4Ma.6.9, κακοπάθειαν Plb.36.16.4
•c. part. pred. perseverar, obstinarse en ἐὰν διακαρτερῶμεν πολεμοῦντες X.HG 7.4.8
•c. inf. δ. μὴ λέγειν τἀληθῆ obstinarse en no decir la verdad Arist.Rh.1377a4, cf. PSI 392.2 (III a.C.).
German (Pape)
[Seite 581] ausharren, ausdauern; εἰς τὸ ἔσχατον Her. 7, 107; εἰς τὴν πατρίδα Lycurg. 85, im Vaterland, od. besser fürs Vaterland; c. partic., πολεμῶν, er harrt im Kriege aus, Xen. Hell. 7, 4, 8; auch mit folgdm inf., μὴ λέγειν τἀληθῆ Arist. rhet. 2, 15; den acc. setzt dabei Pol. 73, 3, τὴν κακοπάθειαν, ertragen.
French (Bailly abrégé)
διακαρτερῶ :
résister patiemment, s'obstiner à : μὴ λέγειν τἀληθῆ ARSTT à ne pas dire la vérité.
Étymologie: διά, καρτερέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δια-καρτερέω het uithouden, volharden:; διεκαρτέρουν ἐν τῇ συμμαχίᾳ zij hielden zich strak aan het verdrag Xen. Hell. 7.2.1; met ptc.:; ἐὰν διακαρτερῶμεν πολεμοῦντες als wij de strijd tot het einde volhouden Xen. Hell. 7.4.8; met inf.: δ. μὴ λέγειν τἀληθῆ volharden om niet de waarheid te vertellen Aristot. Rh. 1377a4.
Russian (Dvoretsky)
διακαρτερέω:
1 крепиться, выдерживать до конца, держаться (ἐς τὸ ἔσχατον Her.; τὸ λειπόμενον μέρος τῆς ἡμέρας Plut.): δ. ἐν τῇ συμμαχία Xen. продолжать сохранять верность союзникам; ἐὰν διακαρτερῶμεν πολεμοῦντες Xen. если мы будем воевать до конца; δ. μὴ λέγειν τἀληθῆ Arst. упорно отказываться говорить правду;
2 терпеливо переносить (τὴν κακοπάθειαν Polyb.).
Greek Monotonic
διακαρτερέω: μέλ. -ήσω, διαρκώ, εμμένω ως το τέλος, αντέχω, εγκαρτερώ, σε Ηρόδ., Ξεν.
Greek (Liddell-Scott)
διακαρτερέω: ἐμμένω μέχρι τέλους, ἐγκαρτερῶ, Ἡρόδ. 3. 52· ἐς τὸ ἔσχατον 7. 107· ἐν τῇ συμμαχίᾳ Ξεν. Ἑλλ. 7.2, 1· μετὰ μετοχ., δ. πολεμῶν αὐτόθι 7. 4, 8· μετ’ ἀπαρ., δ. μὴ λέγειν, ἐπιμένω ἀρνούμενος νὰ ὁμιλήσω, Ἀριστ. Ρητ. 1. 15, 26. 2) μετ’ αἰτ., φέρω μεθ’ ὑπομονῆς, δ. τηλικαύτην ἡμέραν Ἄλεξ. Τοξ. 4· κακοπάθειαν δ. Πολύβ. 37. 3, 4.