ἐκλαλέω
τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόν → what is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful
English (LSJ)
blurt out, blab, divulge, D.1.26, Ph.1.64, al., Aen.Gaz.Ep. 7; τὸ ἐκλαλοῦν talkativeness, E.Fr.219:—Pass., Hp.Jusj.1, Lib.Or. 18.213.
Spanish (DGE)
(ἐκλᾰλέω) 1 divulgar, decir abiertamente ἃ ... ἐκλαλεῖ, ταῦτα δυνηθεὶς μὴ πράξει D.1.26, τοὐκλαλεῖν τἀλλότρια andar divulgando lo ajeno Men.Fr.479.2, ὅσα ἐξελάλησεν παρὰ σοί LXX Iu.11.9, cf. I.AI 16.375, ἐκλαλεῖ τὰ ἀπόρρητα Ph.2.280, cf. Gr.Naz.M.37.1045, c. or. complet. παραγγείλας μηδενὶ ἐκλαλῆσαι ὅτι ... Act.Ap.23.22, en v. pas. ἃ μὴ χρή ποτε ἐκλαλέεσθαι ἔξω, σιγήσομαι Hp.Iusi.1, en uso abs. πῶς ἐπιεικῶς πρὸς πενθερὰν ἐκλαλήσω; Aristaenet.2.8.9.
2 gritar, aullar ἐξῆλθεν ὁ δαίμων ἐκλαλήσας μεγάλα salió el demonio del cuerpo dando grandes aullidos Callinic.Mon.V.Hyp.40.7.
German (Pape)
[Seite 766] aussprechen, Dem. 1, 26 u. A., gew. mit einem tadelnden Nebenbegriff, ausplaudern.
French (Bailly abrégé)
ἐκλαλῶ :
bavarder, divulguer.
Étymologie: ἐκ, λαλέω.
Russian (Dvoretsky)
ἐκλᾰλέω: выбалтывать, разбалтывать или рассказывать Dem., NT.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκλᾰλέω: λέγω ἔξω, ἐκστομίζω, κοινολογῶ, ἃ μὴ χρή ποτε ἐκλαλέεσθαι (ἐκκαλέεσθαι Kühn) ἔξω, σιγήσομαι, ἄρρητα ἡγεύμενος Ἱππ. Ὅρκ. 1. 29 (ἴδε Littré), Δημ. 16. 25· τὸ ἐκλαλοῦν, στωμυλία, πολυλογία, τὸ δ’ ἐκλαλοῦν τοῦθ’ ἡδονῆς μὲν ἅπτεται Εὐρ. Ἀποσπ. 218.
English (Strong)
from ἐκ and λαλέω; to divulge: tell.
English (Thayer)
ἐκλάλω: 1st aorist infinitive ἐκλαλῆσαι; to speak out, divulge: τίνι, followed by ὅτι, Demosthenes, Philo, Dio Cassius, others.)
Greek Monotonic
ἐκλᾰλέω: μέλ. -ήσω, μιλώ δυνατά, ξεστομίζω, φλυαρώ, δημοσιοποιώ, κακολογώ, σε Δημ.
Middle Liddell
fut. ήσω
to speak out, blab, divulge, Dem.
Chinese
原文音譯:™klalšw 誒克-拉累哦
詞類次數:動詞(1)
原文字根:出去-說
字義溯源:告訴,揭發,大聲說;由(ἐκ / ἐκπερισσῶς / ἐκφωνέω)*=出)與(ἀπολαλέω / λαλέω)*=說)組成
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 告訴(1) 徒23:22