ὑποφθονέω
From LSJ
Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit
English (LSJ)
feel secret envy at, τινι X.HG3.2.13; Κυαξάρης, ὅτι ἐκεῖνοι ἦρχον τοῦ λόγου, ὥσπερ ὑπεφθόνει (v.l. ὑπό τι ἐφθόνει) Id.Cyr. 4.1.13.
French (Bailly abrégé)
ὑποφθονῶ :
être un peu ou secrètement jaloux de, τινι.
Étymologie: ὑπόφθονος.
German (Pape)
ein wenig beneiden, Xen. Cyr. 4.1.13, l.d.
Russian (Dvoretsky)
ὑποφθονέω: немного или втайне завидовать: ὑ. τινί τινις Xen. завидовать кому-л. в чем-л.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποφθονέω: αἰσθάνομαι κρύφιον φθόνον πρός τινα, ὑπεφθόνει τῆς στρατηγίας τῷ Τισσαφέρνει Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, 13· Κυαξάρης, ὅτι ἐκεῖνοι ἦρχον τοῦ λόγου, ὥσπερ ὑπεφθόνει (ἕτεροι ὑπό τι ἐφθόνει) ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 4. 1, 13.
Greek Monotonic
ὑποφθονέω: μέλ. -ήσω, αισθάνομαι κρυφή ζήλια για κάποιον, τινί, σε Ξεν.