αὐσταλέος
τὸ ζῷον τοῦτο οὐ μονῆρες καὶ αὐθέκαστον, ἀλλὰ κοινωνικὸν καὶ πολιτικόν → this animal is not solitary and self-sufficient, but social and political
English (LSJ)
α, ον, Ep. ἀϋσταλέος, (αὔω A) dried up, sunburnt, Od. 19.327, Hes.Sc.265, Theoc.14.4, Call.Cer.16, A.R.2.200, etc.
Spanish (DGE)
(αὐστᾰλέος) -α, -ον
• Alolema(s): ép. ἀϋσταλέος Od.19.327, Hes.Sc.265
1 ref. al cuerpo renegrido, sucio, mugriento de Ulises Od.l.c., de Deméter junto a la fuente αὐσταλέα ἄποτός τε καὶ οὐ φάγες οὐδὲ λοέσσα Call.Cer.16, χρώς A.R.2.200, παρηίδες A.R.3.831, de Jasón αὐ. κονίῃσι A.R.4.1338
•sórdido Ἀχλύς como personif. aleg. de la muerte, Hes.l.c.
•del cabello, desaliñado Χαρίτων λόφος Call.Fr.673, κίκιννοι Theoc.14.4, κεφαλή AP 16.72
•de cosas, sucio, δίφρος Nonn.D.37.417.
2 de un río, seco, ποταμός Nonn.D.39.51.
3 fig. austero βιοτή Eudoc.Cypr.1.158.
• Etimología: Deriv. de la raíz *°Hu̯s- de αὖος, αὔω, etc. qq.u. construido sobre el tema αὐστ- y un sufijo -λ- como αὐαλέος, ὀπταλέος, etc.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
épq. et ion. ἀϋσταλέος, η, ον :
brûlé du soleil, bruni, noir, sale.
Étymologie: *αὐστός, adj. verb. de αὔω.
German (Pape)
(vgl. αὖος, αὐαλέος), sonnverbrannt, schmutzig, struppig, Od. 19.327, in der Form ἀϋσταλέος, öfter bei sp.D., αὐστ. κονίῃσι Ap.Rh. 1.200; κόμη Iulian. 27 (Plan. 113); vom Holz, trocken, Opp. C. 4.128; vor Furcht erstarrt, Hal. 2.78; durstig, Call. Cer. 17.
Russian (Dvoretsky)
αὐστᾰλέος: эп.-ион. ἀϋστᾰλέος 3 покрытый грязью (Hom., Hes.; Theocr. - v.l. к αὐαλέος).
Greek (Liddell-Scott)
αὐσταλέος: -α, -ον, Ἐπ. ἀϋσταλέος, Ὀδ. Τ. 327, Ἡσ. Ἀσπ. 265, Θεόκρ. 14. 4.· ὁ τύπος αὐσταλέος παρὰ Καλλ. εἰς Δημ. 17, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 200, κλ. (αὔω, ξηραίνω): - ἡλιοκαής, αὐχμηρός, ξηρός, στεγνός, Λατ. siccus squalidus· πρβλ. αὐαλέος, αὐχμηρός.
Greek Monolingual
αὐσταλέος και ἀϋσταλέος, -α, -ον (Α)
1. ξερός, στεγνός, ηλιοκαμένος
2. διψασμένος, διψαλέος
3. ναρκωμένος, ξερός από φόβο
4. ξεραμένος, μαραμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) αυστ- (πιθ. του ρηματικού επιθ. αυστός του αὔω ή αὕω «ξεραίνω, στεγνώνω») + (επίθημα) -αλέος (πρβλ. αζαλέος, αυαλέος, ισχαλέος, οπταλέος κ.ά.). Ο τ. απαντά και ως αϋσταλέος].
Greek Monotonic
αὐσταλέος: -α, -ον, Επικ. ἀϋσταλέος (αὔω, ξηραίνω), ηλιοκαμμένος, ξηρός, στεγνός, Λατ. siccus, σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ.
Frisk Etymological English
Middle Liddell
[αὔω to dry]
sunburnt, squalid, Lat. siccus, Od., Hes.
Frisk Etymology German
αὐσταλέος: αὐστηρός
{austaléos}
See also: s. αὖος.
Page 1,190
Translations
sunburnt
English: sunburnt, sun-burnt, sunburned; Finnish: auringon paahtama; French: bronzé, bronzée, brûlé par le soleil, brûlée par le soleil; German: sonnenverbrannt; Greek: που έχει καεί από τον ήλιο, ηλιοκαμένος; Ancient Greek: ἁλιόκαυστος, αὐσταλέος, ἡλιοκαής, ἡλιόκαυστος, ἡλιόκτυπος, ἡλιοπλήξ, ἡλιωμένος; Latin: adustus; Maori: tīkākā; Slovak: spálený; Swedish: solbränd, brunbränd; Vietnamese: cháy nắng