ἀμφισβήτημα

From LSJ
Revision as of 21:30, 21 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z])" to ") $1 $3")

Κατὰ τὴν ἰδίαν φρόνησιν οὐδεὶς εὐτυχεῖ → Suo arbitratu nullus est felix satis → Kein Mensch nach seinem eignen Denken glücklich ist

Menander, Monostichoi, 306
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφισβήτημα Medium diacritics: ἀμφισβήτημα Low diacritics: αμφισβήτημα Capitals: ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΜΑ
Transliteration A: amphisbḗtēma Transliteration B: amphisbētēma Transliteration C: amfisvitima Beta Code: a)mfisbh/thma

English (LSJ)

-ατος, τό,
A point in dispute, question, Id.Tht.158b, Arist.Pol.1275b37, etc.
2 point maintained in argument, Pl.Phlb. 11b.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 desacuerdo πόλεων καὶ βασιλέων ἀ. διαιτῶν Plu.Pomp.39, ἀ. αὐτοῖς ... εἶναι I.AI 17.11, cf. Plu.2.825d, POxy.1503.5 (III a.C.), D.C.52.37.9
punto contencioso πρὸς τούτους Arist.Pol.1275b37, ἄγειν ἀ. πρὸς ἐκείνους (δικαστάς) Plu.Sol.18, περὶ βίον ἀ. Ph.2.514, περὶ τοῦ ὄναρ τε καὶ ὕπαρ Pl.Tht.158b, Poll.8.29, ὑπὲρ Δημαράτου Paus.3.4.4.
2 postura en la discusión Pl.Phlb.11b.

German (Pape)

[Seite 144] τό, Streit, Streitfrage, -punkt, Plat. Theaet. 158 b; Plut. Sol. 18; aber τὸ παρ' ἡμῶν ἀμφ., unsere (entgegengesetzte) Behauptung, Plat. Phil. 11 a.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
controverse, contestation.
Étymologie: ἀμφισβητέω.

Russian (Dvoretsky)

ἀμφισβήτημα: ατος τό
1 спор, разногласие Plut.;
2 предмет разногласия, спорный вопрос Plat., Arst.;
3 (выдвигаемое в споре) положение, утверждение, (противоположное) мнение lat.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφισβήτημα: -ατος, τό, τὸ ἀμφισβητούμενον, περὶ οὗ ὑπάρχει ἀμφισβήτησις, Πλάτ. Θεαίτ. 158Β, Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 2, 4. 2) ἰσχυρισμὸς κατὰ τὴν συζήτησιν, ὅ,τι διισχυρίζεταί τις, Πλάτ. Φίλ. ἐν τῇ ἀρχῇ.

Greek Monolingual

ἀμφισβήτημα, το (Α) ἀμφισβητῶ
1. αμφισβητούμενο ζήτημα ή θέμα
2. επιχείρημα, ισχυρισμός.

Greek Monotonic

ἀμφισβήτημα: -ατος, τό, αμφισβητούμενο σημείο, αμφιλεγόμενο, σε Πλάτ. κ.λπ.

Middle Liddell

ἀμφισβητέω
a point in dispute, Plat., etc.

English (Woodhouse)

a contested point, point in dispute

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)