ὀτοτοῖ

From LSJ
Revision as of 20:37, 22 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "E., ''Or.''" to "E.''Or.''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀτοτοῖ Medium diacritics: ὀτοτοῖ Low diacritics: οτοτοί Capitals: ΟΤΟΤΟΙ
Transliteration A: ototoî Transliteration B: ototoi Transliteration C: ototoi Beta Code: o)totoi=

English (LSJ)

(not ὀττοτοῖ, as freq. in codd.), an exclamation of pain and grief, ah! woe! A. Pers.918 (anap.), E.Or.1389, al.; doubled, Id.Andr.1197, etc.; also lengthened, ὀτοτοτοῖ A.Pers.268, al.; ὀτοτοτοτοῖ Id.Ag.1072; ὀτοτοτοτοῖ τοτοῖ cj. in S.El.1245; ὀττοτοτοτοτοῖ E. Tr. 1294; ὀττοτοττοτοῖ Id.Ion789.—Trag., only in lyr.

German (Pape)

[Seite 405] richtiger als ὀτοτοί, ein Schmerzensruf, θρηνῶδες ἐπίφθεγμα, Hesych., ach! weh! Aesch. Pers. 260 u. öfter, Ag. 1042 Ch. 156; ὀτοτοῖ τοτοῖ, Soph. El. 1257; Eur. Or. 1390 u. öfter; auch ὀττοτοτοῖ, Troad. 1787; Sp., πολὺ τὸ ὀττοτοῖ, Luc. Cont. 17.

French (Bailly abrégé)

non ὀττοτοῖ;
ὀτοτοτοῖ ESCHL ou ὀτοτοῖ τοτοῖ SOPH;
interj.
cri de douleur hélas ! hélas ! hélas !.

Russian (Dvoretsky)

ὀτοτοῖ: ὀτοτοτοῖ, ὀτοτοῖ τοτοῖ и ὀτοτοτοτοτοτοῖ interj. увы, увы!, о горе! Trag.

Greek (Liddell-Scott)

ὀτοτοῖ: (οὐχὶ ὀττοτοῖ, ὡς συχνάκις ἐν Ἀντιγράφοις), ἐπιφώνημα ἄλγους καὶ θλίψεως, ἄχ, ὤχ! Τραγ.· διπλοῦν, Εὐρ. Ἀνδρ. 1197, κτλ.· ὡσαύτως ἐκτεταμ. ὀτοτοτοῖ, Αἰσχύλ. Πέρσ. 268 κ. ἀλλ.· ὀτοτοτοῖ τοτοῖ ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 1072· ὀτοτοτοτοῖ τοτοῖ Σοφ. Ἠλ. 1245· ὀτοτοτοτοτοτοῖ Εὐρ. Τρῳ 1294, Ἴων 789.

Greek Monolingual

ὀτοτοῑ και ὀττοτοῑ και ὀτοτοτοτοῑ και ὀττοτοτοτοτοῑ και ὀττοτοττοτοῖ (Α)
(επιφών. για πόνο, θλίψη κ.λπ.) ωχ!, αχ!
[ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητική λ. που συνδέεται με το ὄτοβος].

Greek Monotonic

ὀτοτοῖ: επιφών. πόνου και λύπης, αχ! ωιμέ! στους Τραγ.· ομοίως, ὀτοτοτοῖ, σε Αισχύλ.· ὀτοτοτοῖ τοτοῖ, στον ίδ.· ὀτοτοτοτοῖ τοτοῖ· ὀτοτοτοτοτοτοῖ, σε Ευρ.

Middle Liddell


an exclamation of pain and grief, ah! woe! Trag.: so ὀτοτοτοῖ Aesch.; ὀτοτοτοῖ τοτοῖ Aesch.; ὀτοτοτοτοῖ τοτοῖ Soph.; ὀτοτοτοτοτοτοῖ Eur.