συστολίζω
Ἡδύ γε δικαίους ἄνδρας εὐτυχεῖν ὁρᾶν → Gerechte Menschen glücklich sehen, das erfreut → Zu sehn, dass der Gerechte glücklich ist, erfreut
English (LSJ)
A draw or put together, fabricate, ἀγάλματα λίνῳ with or out of yarn, E.Or.1435 (lyr.).
II unite, Μούσας σ. Χάρισιν AP7.419 (Mel.).
German (Pape)
[Seite 1045] = συστέλλω, mit bekleiden, ankleiden; ἀγάλματα συστολίσαι χρῄζουσα λίνῳ, Eur. Or. 1435; Mel. 127 (VII, 411) Μούσας Χάρισιν, vereinigen.
French (Bailly abrégé)
1 réunir par des fils (de lin);
2 unir.
Étymologie: συστολή.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συ-στολίζω in elkaar zetten. Eur. Or. 1435. verbinden, met acc. en dat. iem. met iem.. AP 7.419.4.
Russian (Dvoretsky)
συστολίζω:
1 ткать, изготовлять (ἀγάλματα λίνῳ Eur.);
2 соединять (Μούσας Χάρισιν Anth.).
Greek Monolingual
Α συστολή
1. στολίζω συγχρόνως
2. συνδέω, συνάπτω.
Greek Monotonic
συστολίζω: = συστέλλω,
I. κοσμώ, διακοσμώ, στολίζω από κοινού, σε Ευρ.
II. συνδέω, συνάπτω, συνενώνω, τινά τινι, σε Ανθ.
Greek (Liddell-Scott)
συστολίζω: συγκοσμῶ, καταστολίζω, σκύλων Φρυγίων ἐπὶ τύμβον ἀγάλματα συστολίσαι χρῄζουσα λίνῳ φάρεα πορφύρεα, ἡ τοῦ χωρίου τούτου σύνταξις φαίνεται ἔχουσα ὡς ἑξῆς: χρῄζουσα συστολίσαι λίνῳ φάρεα σκύλων Φρυγίων, ἀγάλματα ἐπὶ τύμβον, Εὐρ. Ὀρ. 1435. ΙΙ. συνδέω, συνάπτω, Μούσας σ. Χάρισιν Ἀνθ. Π. 7. 4. 9.
Middle Liddell
= συστέλλω
I. to put together, fabricate, Eur.
II. to unite, τινά τινι Anth.