συστολίζω

From LSJ
Revision as of 20:45, 22 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "E., ''Or.''" to "E.''Or.''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἡδύ γε δικαίους ἄνδρας εὐτυχεῖν ὁρᾶν → Gerechte Menschen glücklich sehen, das erfreut → Zu sehn, dass der Gerechte glücklich ist, erfreut

Menander, Monostichoi, 218
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συστολίζω Medium diacritics: συστολίζω Low diacritics: συστολίζω Capitals: ΣΥΣΤΟΛΙΖΩ
Transliteration A: systolízō Transliteration B: systolizō Transliteration C: systolizo Beta Code: sustoli/zw

English (LSJ)

A draw or put together, fabricate, ἀγάλματα λίνῳ with or out of yarn, E.Or.1435 (lyr.).
II unite, Μούσας σ. Χάρισιν AP7.419 (Mel.).

German (Pape)

[Seite 1045] = συστέλλω, mit bekleiden, ankleiden; ἀγάλματα συστολίσαι χρῄζουσα λίνῳ, Eur. Or. 1435; Mel. 127 (VII, 411) Μούσας Χάρισιν, vereinigen.

French (Bailly abrégé)

1 réunir par des fils (de lin);
2 unir.
Étymologie: συστολή.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συ-στολίζω in elkaar zetten. Eur. Or. 1435. verbinden, met acc. en dat. iem. met iem.. AP 7.419.4.

Russian (Dvoretsky)

συστολίζω:
1 ткать, изготовлять (ἀγάλματα λίνῳ Eur.);
2 соединять (Μούσας Χάρισιν Anth.).

Greek Monolingual

Α συστολή
1. στολίζω συγχρόνως
2. συνδέω, συνάπτω.

Greek Monotonic

συστολίζω: = συστέλλω,
I. κοσμώ, διακοσμώ, στολίζω από κοινού, σε Ευρ.
II. συνδέω, συνάπτω, συνενώνω, τινά τινι, σε Ανθ.

Greek (Liddell-Scott)

συστολίζω: συγκοσμῶ, καταστολίζω, σκύλων Φρυγίων ἐπὶ τύμβον ἀγάλματα συστολίσαι χρῄζουσα λίνῳ φάρεα πορφύρεα, ἡ τοῦ χωρίου τούτου σύνταξις φαίνεται ἔχουσα ὡς ἑξῆς: χρῄζουσα συστολίσαι λίνῳ φάρεα σκύλων Φρυγίων, ἀγάλματα ἐπὶ τύμβον, Εὐρ. Ὀρ. 1435. ΙΙ. συνδέω, συνάπτω, Μούσας σ. Χάρισιν Ἀνθ. Π. 7. 4. 9.

Middle Liddell

= συστέλλω
I. to put together, fabricate, Eur.
II. to unite, τινά τινι Anth.