παρεγγράφω

From LSJ
Revision as of 13:15, 23 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Pl.''Lg.''" to "Pl.''Lg.''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἐκ τῶν γυναικῶν ὄλλυται κόσμος μέγας → Magna ornamenta pereunt propter mulieres → Zum Opfer fällt den Frauen eine Menge Schmuck

Menander, Monostichoi, 181
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρεγγράφω Medium diacritics: παρεγγράφω Low diacritics: παρεγγράφω Capitals: ΠΑΡΕΓΓΡΑΦΩ
Transliteration A: parengráphō Transliteration B: parengraphō Transliteration C: pareggrafo Beta Code: pareggra/fw

English (LSJ)

[γρᾰ],
A write by the side, subjoin, τὸ αὑτοῦ ὄνομα Pl.Lg.753c.
2 in bad sense, mterpolate, τι ἐν ψηφίσματι Aeschin.3.74, cf. Plu.CG17, Gal.15.9 (Pass.), 17(1).606; ἔπος ἐν τῷ καταλόγῳ Str.9.1.10; π. ἑαυτὸν ταῖς διαθήκαις Luc. Ind. 19; enrol illegally among the citizens, εἰς τοὺς φυλέτας Id.Bis Acc.27; παρεγγραφεὶς πολίτης Aeschin.2.76.

German (Pape)

[Seite 510] daneben einschreiben, καὶ τὸ αὑτοῦ ὄνομα, Plat. Legg. VI, 753 c; heimlich oder fälschlich einschreiben, Aesch. 3, 74; bes. in die Bürgerliste, παρεγγραφεὶς αἰσχρῶς πολίτης, 2, 76; vgl. Harpocr. v. διαψήφισις u. Luc. adv. ind. 19; daher ὁ παρεγγεγραμμένος in den VLL. ὁ μὴ ἀστός oder ὁ μὴ κατὰ νόμον τοῖς πολίταις τεταγμένος erklärt wird.

French (Bailly abrégé)

1 inscrire à côté, ajouter sur un registre ; faire inscrire sur une liste;
2 inscrire par fraude.
Étymologie: παρά, ἐγγράφω.

Russian (Dvoretsky)

παρεγγράφω: (ᾰφ)
1 приписывать, надписывать (τὸ αὑτοῦ ὄνομα Plat.; τὸν στίχον τοῦτον Plut.);
2 незаконно вписывать, вставлять (τι ἐν ψηφίσματι Aeschin.; ἑαυτὸν ταῖς διαθήκαις Luc.); незаконно зачислять (παρεγγραφεὶς πολίτης Aeschin.).

Greek (Liddell-Scott)

παρεγγράφω: γράφω πλησίον, προσθέτω, ἐπισυνάπτω, τὸ αὑτοῦ ὄνομα Πλάτ. Νόμ. 753C. 2) ἐπὶ κακῆς σημασίας, παρενείρω, παρεισάγω, τι ἐν ψηφίσματι Αἰσχίν. 64. 15, πρβλ. Πλουτ. Γ. Γράκχ. 17· π. ἑαυτὸν ταῖς διαθήκαις Λουκ. πρὸς Ἀπαίδευτ. 19· ἐγγράφω παρανόμως, εἰς τοὺς φυλέτας ὁ αὐτ. ἐν Δὶς Κατηγ. 27· παρεγγραφεὶς πολίτης Αἰσχίν. 38. 10· πρβλ. παρέγγραπτος. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «παρεγγεγραμμένος· ὁ μὴ κατὰ νόμον τοῖς πολίταις (ἐν)τεταγμένος, δημοποίητος», καὶ «παρεγγραφέντων· ῥᾳδιουργηθέντων».

Greek Monolingual

ΝΜΑ εγγράφω
νεοελλ.
φρ. «παρεγγεγραμμένος κύκλος σε τρίγωνο»
μαθημ. κύκλος που εφάπτεται μιας πλευράς και τών προεκτάσεων τών δύο άλλων πλευρών του τριγώνου
(μσν.-αρχ.)
1. παρενείρω, εισάγω αντικανονικά ή παράνομα («παρέγραψεν ἑαυτὸν ταῖς διαθήκαις», Λουκιαν.)
2. παραποιώ, παραχαράσσω («πόσα ἐξαλείφουσι, πόσα παρεγγράφουσι», Ιω. Χρυσ.)
αρχ.
1. γράφω δίπλα, επισυνάπτω («παρεγγράφειν τὸ αυτοῦ ὄνομα», Πλάτ.)
2. ραδιουργώ («παραγραφέντων
ῥαδιουργηθέντων», Ησύχ.)
3. φρ. «παρεγγραφεὶς πολίτης» ή «παραγεγραμμένος πολίτης» — πολίτης που δεν πολιτογραφήθηκε σύμφωνα με τους νόμους.

Greek Monotonic

παρεγγράφω: μέλ. -ψω, παραποιώ, σε Αισχίν.· παρεγγραφείς πολίτης = παρέγγραπτος, στον ίδ.

Middle Liddell

fut. ψω
to interpolate, Aeschin.; παρεγγραφεὶς πολίτης = παρέγγραπτος, Aeschin.