ἀποχετεύω

From LSJ
Revision as of 13:40, 23 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Pl.''Lg.''" to "Pl.''Lg.''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Εὐδαίμονες οἷσι κακῶν ἄγευστος αἰών → Blessed are those whose lives have no taste of suffering

Sophocles, Antigone, 583
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποχετεύω Medium diacritics: ἀποχετεύω Low diacritics: αποχετεύω Capitals: ΑΠΟΧΕΤΕΥΩ
Transliteration A: apocheteúō Transliteration B: apocheteuō Transliteration C: apocheteyo Beta Code: a)poxeteu/w

English (LSJ)

A draw off water by a canal, Pl.Lg.736b:—Pass., ὥσπερ ῥεῦμα ἀπωχετευμένον Id.R.485d, cf. Arist.Pr.867b13, M.Ant.12.2:—Med., metaph., Πλάτων ἀπὸ τοῦ Ὁμηρικοῦ νάματος εἰς αὑτὸν μυρίας παρατροπὰς -σάμενος Longin.13.3:—so in Act., 'canalize', τὴν Ὁμήρου ποίησιν Jul.Or.2.51a.
2 metaph., ἀ. τὸ βάσκανον Plu.2.485e.

Spanish (DGE)

1 conducir, llevar por un canal, canalizar τὸ ὕδωρ Pl.Lg.736b, ἐπενόησεν τὸ περιττὸν ἀποχετεύειν Sor.18.4, (αἷμα) καρδία ... ἀποχετεύουσα ἐς πᾶν τὸ σῶμα Philostr.VA 8.7 (p.323.19)
en v. pas. ὥσπερ ῥεῦμα ἐκεῖσε ἀπωχετευμένον Pl.R.485d, τόπος ..., εἰς ὃν ἀποχετεύεται τὸν ὑγρὸν Arist.Pr.867b13, cf. Ph.Qu.Gen.3.29, M.Ant.12.2, Them.Or.21.260a
eliminar líquido, vaciarse, desaguar en v. pas. φαρμάκων, ὑφ' ὧν ὕδεροι ἀποχετεύονται Philostr.VA 3.44.
2 cambiar el curso de una corriente de agua, fig. desviar πρὸς ἑτέρους ... τὸ βάσκανον Plu.2.485e, tb. en v. med. Πλάτων, ἀπὸ τοῦ Ὁμηρικοῦ κείνου νάματος εἰς αὑτὸν μυρίας ὅσας παρατροπὰς ἀποχετευσάμενος Longin.13.1
de ahí dejar exhausta una fuente fig. πᾶσαν ... τὴν Ὁμήρου ποίησιν ἀποχετεύσας Iul.Or.3.51a.

German (Pape)

[Seite 336] durch einen Kanal ableiten, Plat. Rep. VI, 485 d; übertr., abwenden, Legg. V, 736 b.

French (Bailly abrégé)

détourner par un canal, détourner en gén.
Étymologie: ἀπό, ὀχετεύω.

Russian (Dvoretsky)

ἀποχετεύω:
1 отводить посредством канала (sc. τὸ ὕδωρ Plat.);
2 перен. отводить, обращать (τὸ βάσκανον πρὸς ἑτέρους Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀποχετεύω: ἀπομακρύνω τὸ ὕδωρ ἀπὸ τινος μέρους δι’ ὀχετοῦ, Λατ. derivare, τὰ μὲν ἐξαντλοῦντες, τὰ δ’ ἀποχετεύοντες καὶ παρατρέποντες Πλάτ. Νόμ. 736Β: - Παθ., ὥσπερ ῥεῦμα ἀποχετευόμενον ὁ αὐτ. Πολ. 485D. 2) μεταφ., ἀποπέμπειν, μεταβιβάζειν, πρὸς ἑτέρους ἀποχετεύειν τὸ βάσκανον Πλούτ 2. 485F.

Greek Monolingual

ἀποχετεύω) οχετός
απομακρύνω περιττά ή ακάθαρτα υγρά από κάπου με οχετό
αρχ.
μεταβιβάζω από τον ένα στον άλλο, αποπέμπω.