καταγραφή
Μέγιστον ὀργῆς ἐστι φάρμακον λόγος → Irae remedium maximum est oratio → Das beste Mittel gegen Zorn: ein gutes Wort
English (LSJ)
ἡ,
A drawing, delineation, τῆς σφαίρας D.S.3.60; drawing of maps, Ptol.Geog.1.2.5; ποιεῖσθαι τὴν τῆς οἰκουμένης κ. ib.1.4; of the celestial globe, Gem.5.45; diagram, figure, Ael.Tact.18.1, Simp.in Cael. 652.10.
2 delineation in profile, in bas-relief, οἱ ἐν ταῖς στήλαις καταγραφὴν ἐκτετυπωμένοι Pl.Smp. 193a.
3 marking out, τῆς Χώρας D.H.8.69.
4 engraving of an inscription, Abh.Berl.Akad. 1925(5).21 (Cyrene, iv B.C.).
II list, register, ὀνομάτων Plu.2.492b (pl.); esp. roll of soldiers, in plural, Plb.2.24.10, D.H.4.19; ἡ τῶν συνέδρων κ. the roll of the Senate, D.S.20.36.
III conveyance of land or houses, BGU1131i21 (Aug.), POxy.306 (i A.D.), Annuario 4/5.469 (Halic.), etc.; also of slaves, etc., BGU1114, Charito 1.14.
German (Pape)
[Seite 1343] das Niederschreiben, ὀνομάτων Plut. frat. am. 21 M.; bes. Einschreiben, Verzeichnen in Listen, Eintragung in Rechnungsbücher u. dgl., καταγραφὴν τῶν στρατιωτῶν ποιεῖσθαι Pol. 6, 19, 5 u. öfter, Soldaten ausheben; αἱ καταγραφαί, die Soldatenlisten, 2, 24, 10; τῆς χώρας, Landanweisung, D. Hal. 8, 69. – Die Zeichnung, Beschreibung, bes. mathematischer Figuren, D. Sic. 3, 60 u. Sp.; oft übh. Umriß, Entwurf. – Bei Plat. Conv. 193 a steht jetzt κατὰ γραφὴν ἐκτετυπωμένα.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
liste, registre.
Étymologie: καταγράφω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καταγραφή -ῆς, ἡ [καταγράφω] omtrek, profiel:. οἱ ἐν ταῖς στήλαις καταγραφὴν ἐκτετυπωμένοι de figuren die op grafstenen in reliëf zijn uitgebeeld Plat. Smp. 193a.
Russian (Dvoretsky)
καταγρᾰφή: ἡ
1 записывание, запись или перечисление, перепись (ὀνομάτων Plut.);
2 список, регистр: καταγραφὴν τῶν στρατιωτῶν ποιεῖσθαι Polyb. производить набор солдат;
3 вычерчивание или чертеж (τῆς σφαίρας Diod.).
Greek (Liddell-Scott)
καταγρᾰφή: ἡ, τὸ σχεδιάζειν τι κατὰ τοὺς μαθηματικοὺς κανόνας, τὴν τῆς σφαίρας εὕρεσιν καὶ καταγραφὴν Διόδ. 3. 60· σχηματισμὸς πινάκων, Πτολεμ.· ἐν Πλάτ. Συμπ. 193Α ὁ Ruhnk. διώρθωσε κατὰ γραφήν. 2) ὁρισμὸς τῶν ὁρίων, Λατίνους τε γὰρ ἠξίου τῇ καταγραφῇ τῆς χώρας συμπεριλαμβάνειν Διον. Ἁλ. 8. 69. ΙΙ. = ἀπογραφή, καταγραφαῖς τῶν ὀνομάτων Πλούτ. 2. 492Β· αἱ καταγραφαί, ἀπογραφαὶ ἢ κατάλογος στρατιωτῶν, Πολύβ. 2. 24, 10, κτλ. ΙΙΙ. καταγραφὴ περιουσίας εἰς τὸ ὄνομα τοῦ ἀγοραστοῦ, Λατ. mancipatio, D’ Orville εἰς Χαρίτωνα Ἀφροδισιέα 1. 14.
Greek Monolingual
η (AM καταγραφή) καταγράφω
η λεπτομερής αναγραφή σε κατάλογο, η εγγραφή κάθε είδους έμψυχου ή άψυχου υλικού σε καταλόγους (α. «έγινε καταγραφή της περιουσίας του» β. «καταγραφαῖς τῶν ὀνομάτων», Πλούτ.)
νεοελλ.
1. εγγραφή σε λογιστικά βιβλία
2. φρ. «αυτόματη καταγραφή» — εγγραφή σε χαρτί, σε διάτρητη ταινία ή σε μαγνητοταινία στοιχείων για παραπέρα επεξεργασία
αρχ.
1. σχεδίασμα, σχεδιαγράφημα («τὴν τῆς σφαίρας εὕρεσιν καὶ καταγραφήν», Διόδ.)
2. το περίγραμμα σε ανάγλυφο («οἱ ἐν ταῖς στήλαις καταγραφὴν ἐκτετυπωμένοι», Πλάτ.)
3. ο ορισμός τών ορίων («Λατίνους τε γὰρ ἠξίου τῇ καταγραφῇ τῆς χώρας συμπεριλαμβάνει», Δίον. Αλ.)
4. η χάραξη επιγραφών
5. η αναγραφή της μεταβίβασης ενός πράγματος στο όνομα του αγοραστή
6. στον πληθ. αἱ καταγραφαί
οι στρατιωτικοί κατάλογοι.