προσανατρέχω

From LSJ
Revision as of 07:36, 27 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσανατρέχω Medium diacritics: προσανατρέχω Low diacritics: προσανατρέχω Capitals: ΠΡΟΣΑΝΑΤΡΕΧΩ
Transliteration A: prosanatréchō Transliteration B: prosanatrechō Transliteration C: prosanatrecho Beta Code: prosanatre/xw

English (LSJ)

A run up to, λόφον D.H.1.56; εἰς τοὺς ὑψηλοτέρους τόπους D.S.5.47; τοῦ λάρυγγος -τρέχοντος τῇ ἐπιγλωττίδι Gal.UP4.8; of iron approaching a magnet, Porph.Abst.4.20: metaph., π. ταῖς οὐσίαις, i.e. become suddenly rich, D.S.16.83.
II run back, retrace past events, βραχὺ περί τινος Plb.5.31.8; π. τοῖς χρόνοις περί τινων Id.1.12.8, etc.
III v. προανατρέχω.

German (Pape)

[Seite 750] (s. τρέχω), dazu hinauf od. in die Höhe laufen; D. Sic. 5, 47; λόφον, D. Hal. 1, 56; übtr., enporkommen, z. B. οὐσίαις, d. i. reich werden, D. Sic., auch zurückgehen, τοῖς χρόνοις, in die frühere Zeit, Pol. 1, 12, 8, vgl. 5, 31, 8.

French (Bailly abrégé)

1 gravir en courant ; fig. s'élever à, τινι;
2 remonter en arrière.
Étymologie: πρός, ἀνατρέχω.

Russian (Dvoretsky)

προσανατρέχω: (fut. προσαναδραμοῦμαι, aor. 2 προσανέδραμον)
1 подниматься бегом, взбегать (εἴς τι Diod.);
2 быстро достигать: π. οὐσίαις Diod. быстро (раз)богатеть;
3 (в повествовании) восходить, возвращаться: π. τοῖς χρόνοις Polyb. восходить к (более) ранним эпохам.

Greek (Liddell-Scott)

προσανατρέχω: μέλλ. -δρᾰμοῦμαι, ἀνατρέχω, τρέχω πρός..., λόφον Διον. Ἁλ. 1. 56· εἰς τόπον Διόδ. 5. 47· μεταφορ., ταχὺ προσανέδραμον ταῖς οὐσίαις, ταχέως ἐγένοντο πλούσιοι, ὁ αὐτ. 16. 83. ΙΙ. ἀνατρέχω εἰς τὰ παρελθόντα, Πολύβ. 5. 31, 8· οὕτω, πρ. τοῖς χρόνοις, ὁ αὐτ. 1. 12, 8, κτλ.

Greek Monolingual

Α
1. τρέχω επί πλέον προς τα πάνω
2. κάνω μια ακόμη αναδρομή στο παρελθόν
2. μτφ. ακμάζω, πλουτίζω («ταχὺ προσανέδραμον ταῖς οὐσίαις», Διόδ. Σ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἀνατρέχω «τρέχω προς τα πίσω, θυμάμαι τα περασμένα, βλαστάνω»].

Greek Monotonic

προσανατρέχω: μέλ. -δρᾰμοῦμαι, ανατρέχω πίσω, στα παλιά, αναπολώ παλιά γεγονότα, σε Πολύβ.

Middle Liddell

fut. -δρᾰμοῦμαι
to run back, retrace past events, Polyb.