ἐπαρίστερος

From LSJ
Revision as of 08:03, 27 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπᾰρίστερος Medium diacritics: ἐπαρίστερος Low diacritics: επαρίστερος Capitals: ΕΠΑΡΙΣΤΕΡΟΣ
Transliteration A: eparísteros Transliteration B: eparisteros Transliteration C: eparisteros Beta Code: e)pari/steros

English (LSJ)

ἐπαρίστερον,
A towards the left, on the left hand, τὰ ἐπαρίστερα (nisi scrib. ἐπ' ἀρ-) Hdt.2.36,93,4.191; but ἐπὶ τὰ ἀριστερά Id.2.36.
2 written from right to left, Tab.Defix.67a8 (iii B. C.).
II left-handed, D.C.72.19: usually metaph., 'gauche', Ephipp.23; ἐπαρίστερ' ἔμαθες γράμματα = at the wrong end, Theognet.1.7; βουλεύματα D.S.8Fr.5; ἐπαρίστεροι Κάτωνες awkward imitators of Cato, Plu.Cat.Ma.19. Adv. ἐπαριστέρως = on the left, clumsily, awkwardly, λαμβάνειν τι Men.325.2; τὴν τύχην δεξιὰν παρισταμένην ἐ. λαμβάνειν Plu.2.467c.

German (Pape)

[Seite 904] links; übertr., linkisch, ungeschickt, Gegensatz ἀμφιδέξιος, Ath. IV, 179 f u. a. Sp.; s. Lob. zu Phryn. 259, wo es wie Poll. 2, 160 als ein schlechtes Wort verworfen wird; ἐπαρίστερ' ἔμαθες γράμματα Theognet. Ath. XV, 671 b. – Adv., λαμβάνεις Men. Clem. Al. strom. 2 p. 181; Plut. tranquill. an. 7.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui est à gauche;
2 fig. gauche, maladroit.
Étymologie: ἐπί, ἀριστερός.

Russian (Dvoretsky)

ἐπᾰρίστερος:
1 находящийся слева: τὰ ἐπαρίστερα, v.l. τὰ ἐπ᾽ ἀριστερά (sc. μέρη) Her. левая часть;
2 неловкий, неумелый, неуклюжий, Arst., Diod., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπᾰρίστερος: -ον, πρὸς τὴν ἀριστερὰν χεῖρα, πρὸς τὰ ἀριστερά, τὰ ἐπαρίστερα Ἡρόδ. 2. 93., 4. 191· ἀλλ, ἐπὶ τὰ ἀριστερὰ ὁ αὐτὸς 2. 36. ΙΙ. μεταφ., ἀδέξιος, ἀνεπιτήδιος, ἀνάποδος, ἐπαρίστερ’ ἐν τῷ στόματι τὴν γλῶτταν φορεῖς Ἔφιππ. ἐν «Φιλύρᾳ» 3· ἐπαρίστερ’ ἔμαθες, ὦ πόνηρε, γράμματα Θεόγνητος ἐν «Φάσμασι» 1. 7· βουλεύματα Διοδ. Ἀποσπ. (Ἐκλογ. Βατ.) σ. 5· ἐπαρίστεροι Κάτωνες, ἀδέξιοι μιμηταὶ τοῦ Κάτωνος, Πλουτ. Κάτων Πρεσβύτ. 19. - Καθ’ Ἡσύχ. «ἐπαρίστερα· κακά. ἀηδῆ». - Ἐπίρρ. λαμβάνειν τι ἐπαριστέρως Μένανδρ. ἐν «Μισογύνῃ» 1 (ἔνθα ὁ Meineke ἔχει ἐπαριστερῶς)· πρβλ. Πλούτ. 2. 467C. - Πρβλ. Λοβ. Φρύν. 259.

Greek Monolingual

ἐπαρίστερος, -ον (Α)
1. αυτός που βρίσκεται προς τα αριστερά
2. ο γραμμένος από αριστερά προς τα δεξιά
3. αριστερόχειρας, ζερβοχέρης
4. μτφ. αδέξιος, ανεπιτήδειος, ανάποδος («ἐπαρίστερα βουλεύματα», Πλούτ.)
5. επίρρ. ἐπαριστέρως
αδέξια, ανεπιτήδεια.

Greek Monotonic

ἐπᾰρίστερος: -ον, I. αυτός που βρίσκεται προς τα αριστερά, στο αριστερό χέρι, τὰ ἐπαρίστερα, ως επίρρ., Ηρόδ.
II. μεταφ., αδέξιος, ακατάλληλος, ατζαμής, Γαλλ. gauche, σε Πλούτ.

Middle Liddell

ἐπ-ᾰρίστερος, ον
I. towards the left, on the left hand, τὰ ἐπαρίστερα as adv., Hdt.
II. metaph. lefthanded, awkward, French gauche, Plut.