ὡρονόμος
κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.
English (LSJ)
(parox.), ὁ,
A hour-divider, i.e. a dial or clock, AP14.6; cf. ὡρόμαντις.
II in Astrology, = ὡροσκόπος ΙΙ.1, ascendant, Man.1.30, 262, 3.120, Doroth. ap. Heph. Astr.2.24.
2 name of certain deities, οἱ δεκαδάρχαι καὶ ζῳδιοκράτορες καὶ ὡρονόμοι καὶ κραταιοί Dam.Pr.351.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui règle ou indique les heures ; ὁ ὡρονόμος horloge.
Étymologie: ὥρα, νόμος.
Russian (Dvoretsky)
ὡρονόμος: ὁ Anth. = ὡρολόγιον.
German (Pape)
[Seite 1415] 1) die Tageszeiten, Stunden abteilend, sie anzeigend, dah. ὁ ὡρονόμος, der Stundenzeiger, die Uhr, auch der Hahn, Babr. bei Suid., wie πέταυρα, wo man ὡρόμαντις vermuthet. – 2) die Stunde regierend, von dem jedesmal in das Zeichen eintretenden Planeten, Man. 3, 120.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
μσν.
(το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ ὡρονόμοι
προσωνυμία ορισμένων θεοτήτων («οἱ δεκαδάρχαι καὶ ζωδιοκράτορες καὶ ὡρονόμοι καὶ κραταιοί», Δαμάσκ.)
αρχ.
1. αυτός που διαιρεί και δείχνει τις ώρες της ημέρας
2. (για πλανήτη) αυτός που παρατηρεί την ώρα της γέννησης κάποιου και προκαθορίζει το μέλλον του, ωροσκόπος
3. το αρσ. ως ουσ. ὁ ὡρονόμος
α) ρολόγι
β) πετεινός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὥρα + -νόμος (< νόμος < νέμω), πρβλ. παιδονόμος.
Greek (Liddell-Scott)
ὡρονόμος: -ον, ὁ, ὁ διαιρῶν τὴν ὥραν, δηλ. ἡλιακὸν ἢ ἄλλο ὡρολόγιον, Ἀνθ. Π. 14. 6, πρβλ. ὡρόμαντις. ΙΙ. ἐν τῇ Ἀστρολογίᾳ, ὁ διοικῶν τὴν ὥραν, ἐπὶ τοῦ πλανήτου ὅστις εἶναι ὑπὲρ τὸν ὁρίζοντα κατὰ τὴν ὥραν τῆς γεννήσεως τινος, ὁ κυριεύων πλανήτης, Μανέθων 1. 30, 262., 3. 120.
Spanish
Léxico de magia
ὁ el que rige las horas de un dios ἵνα συμπαραλάβῃς τὸν τῆς σήμερον ἡμέρας καὶ ὥρας ὡρονόμον para que tomes al que rige el día de hoy y de la hora P IV 652
Translations
sundial
Afrikaans: sonwyzer; Albanian: orë diellore; Arabic: مِزْوَلَة; Armenian: արեւի ժամացույց; Asturian: reló de Sol; Azerbaijani: günəş saatı; Basque: eguzki erloju; Belarusian: сонечныя гадзі́ны; Bengali: সূর্যঘড়ি; Breton: horolaj-heol; Bulgarian: слъ́нчев часовник; Burmese: နေ နာရီ; Catalan: rellotge de sol; Chinese Mandarin: 日晷, 日規/日规; Corsican: meridiana, miridiana; Czech: sluneční hodiny; Danish: solur; Dutch: zonnewijzer; Esperanto: sunhorloĝo; Estonian: päikesekell; Faroese: sólur; Finnish: aurinkokello; French: cadran solaire; Galician: reloxo de sol; Georgian: მზის საათი; German: Sonnenuhr; Greek: ηλιακό ρολόι; Ancient Greek: γνώμων, ἡλιοτρόπιον, πλινθίς, πόλος, σκιοθήρης, σκιόθηρον, ὡρολόγιον, ὡρολόγιον σκιοθηρικόν, ὡρονόμος; Hebrew: שעון שמש; Hindi: सौर घड़ी; Hungarian: napóra; Icelandic: sólúr; Ido: sunohorlojo; Indonesian: jam matahari; Irish: clog gréine; Italian: meridiana, orologio solare, gnomone, eliotropio; Japanese: 日時計; Kazakh: күн сағаттары; Khmer: នាឡិកាព្រះអាទិត្យ; Korean: 해시계; Lao: ນາລິກາແດດ; Latin: solarium horologium, solarium; Latvian: saules pulkstenis; Ligurian: relêuio a sô; Lithuanian: saulės laikrodis; Macedonian: сончев часовник; Malay: jam matahari; Malayalam: സൂര്യഘടികാരം; Maori: karaka ātārangi; Norwegian Bokmål: solur; Nynorsk: solur; Occitan: mòstra de solelh; Old English: sōlmerca, dæġmǣl; Ottoman Turkish: گونش ساعتی; Persian: ساعت آفتابی; Plautdietsch: Sonnenklock; Polish: zegar słoneczny; Portuguese: relógio de sol, relógio do sol, relógio solar, solário; Romanian: ceas solar, cadran solar; Russian: солнечные часы; Scottish Gaelic: uaireadair-grèine; Serbo-Croatian Cyrillic: сунчаник, сунчани сат, сунчани часовник; Roman: sunčanik, sunčani sat, sunčani časovnik; Sicilian: miridiana; Slovak: slnečné hodiny; Slovene: sónčna úra; Spanish: reloj solar, reloj de sol; Swahili: bonyeza; Swedish: solur; Tagalog: oras-araw, kuwadrante; Tamil: சூரிய மணிகாட்டி; Telugu: నీడగడియారము, సూర్యఘంట; Thai: นาฬิกาแดด; Turkish: güneş saati; Ukrainian: сонячний годинник; Vietnamese: đồng hồ mặt trời; Volapük: solaglok; Walloon: cwadran solaire; Welsh: deial haul