μεταιτέω

From LSJ
Revision as of 07:40, 10 April 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Theil" to "Teil")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

κεραυνὸν ἐν γλώττῃ φέρειν → carry a thunderbolt on his tongue

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταιτέω Medium diacritics: μεταιτέω Low diacritics: μεταιτέω Capitals: ΜΕΤΑΙΤΕΩ
Transliteration A: metaitéō Transliteration B: metaiteō Transliteration C: metaiteo Beta Code: metaite/w

English (LSJ)

A demand one's share of, c. gen. rei, τῆς βασιληΐης μ. Hdt. 4.146, cf. 7.150; also μέρος τινὸς μ. Ar.V.972.
2 abs., μ. παρά τινος D.19.222, cf. Luc.Nec.17.
II beg of, ask alms of, c. acc. pers., Ar.Eq.775.
III beg, solicit, τὴν ἐφήμερον τροφήν Luc. Cyn.2.

German (Pape)

[Seite 147] seinen Teil wovon fordern, μέρος τινός, Ar. Vesp. 972; τῆς βασιληΐης μεταιτέοντες, Her. 4, 146, τί, 7, 150; auch παρὰ τούτων, ἀφ' ὧν εἰλήφασι, μεταιτεῖν, Dem. 19, 222, von diesen einen Teil von dem, was sie bekommen haben, fordern; u. Sp., auch abs., Luc. Necyom. 17; – τινά, von Einem fordern, Ar. Equ. 772.

French (Bailly abrégé)

μεταιτῶ :
demander une part : τινός, de qch ; mendier, acc..
Étymologie: μετά, αἰτέω.

Russian (Dvoretsky)

μεταιτέω:
1 требовать (себе) (μ. μέρος τινός Arph.; μ. παρά τινος Dem.): μ. τῆς βασιληΐης Her. требовать себе долю в царской власти;
2 просить, выпрашивать (τὴν τροφήν Luc.): μ. τινα Arph. выпрашивать у кого-л.

Greek (Liddell-Scott)

μεταιτέω: ἀπαιτῶ τὸ μερίδιόν μου ἔκ τινος, τῆς βασιληίης μ. Ἡρόδ. 4. 146, πρβλ. 7. 150. 2) ἐνίοτε ὁρίζεται τὸ μέρος τὸ ὁποῖον ἀπαιτεῖ τις, μέρος τινὸς μ. Ἀριστοφ. Σφ. 972· πρβλ. μεταδίδωμι. 3) ἀπολ., μ. παρά τινος Δημ. 410. 12. ΙΙ. ἐκλιπαρῶ, παρακαλῶ, μετ’ αἰτιατ. προσώπ., Ἀριστοφ. Ἱππ. 775. ΙΙΙ. ἐπαιτῶ, διαφέρεις γὰρ οὐδὲν σὺ τῶν πτωχῶν, οἳ τὴν ἐφήμερον τροφὴν μετεταιτοῦσιν Λουκ. Κυνικὸς 2.

Greek Monotonic

μεταιτέω: μέλ. -ήσω,
I. ζητώ το μερίδιό μου από κάτι, με γεν., σε Ηρόδ.· επίσης, μεταιτεῖν μέρος τινός, σε Αριστοφ.· αμτβ., μεταιτῶ παρά τινος, σε Δημ.
II. ζητιανεύω, ζητώ ελεημοσύνη, με αιτ. προσ., σε Αριστοφ.
III. επαιτώ, ζητώ με επιμονή, σε Λουκ.

Middle Liddell

fut. ήσω
I. to demand one's share of a thing, c. gen., Hdt.: also μεταιτεῖν μέρος τινός Ar.:—absol., μ. παρά τινος Dem.
II. to beg of, ask alms of, c. acc. pers., Ar.
III. to beg, solicit, Luc.