ἰσομοιρέω
τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye
English (LSJ)
A have an equal share, Th.6.39, X.Cyr.2.3.17; τινος of a thing, D.48.19; τινὸς πρός τινα Th.6.16; πρὸς ἀλλήλους Isoc.5.39; τινός τινι Is.1.2, D.H.6.66.
II Astrol., occupy the same degree, Cat.Cod.Astr.5(1).219.
German (Pape)
[Seite 1265] gleichen Teil haben, τινί τινος, mit Einem an Etwas, Is. 1, 2, 35; von Städten, ἰσομοιρῆσαι πρὸς ἀλλήλους, im Gegensatz von πλεονεκτεῖν, Isocr. 4, 17. 5, 39; ἢν δέ τι γένηται ἀγαθόν, ἀξιώσουσι πάντες ἰσομοιρεῖν Xen. Cyr. 2, 2, 17; τῆς ξυμφορᾶς Thuc. 6, 16; von Gleichheit der Rechte in der Demokratie, 6, 39.
French (Bailly abrégé)
ἰσομοιρῶ :
avoir une part égale ; πρός τινα à celle de qqn.
Étymologie: ἰσόμοιρος.
Russian (Dvoretsky)
ἰσομοιρέω: иметь равную долю, участвовать в равной мере (ἰ. πρὸς ἀλλήλους Isocr.; ἰ. τινι τῆς οὐσίας Isae.): ἀξιοῦν ἰ. Xen. претендовать на равную долю.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσομοιρέω: ἔχω ἴσον μερίδιον, Θουκ. 6. 39, Ξεν. Κύρ. 2. 3, 17· τινός, ἔκ τινος πράγματος, Ἰσαῖος 35. 9, Δημ. 1172. 27· τινος πρός τινα ἢ τινι, πράγματός τινος μετ’ ἄλλου προσ., Θουκ. 6. 16, πρβλ. Ἰσοκρ. 90Α. Ἀλ. 6. 66.
Greek Monotonic
ἰσομοιρέω: μέλ. -ήσω, έχω ίσο μερίδιο, σε Θουκ., Ξεν.
Middle Liddell
ἰσομοιρέω, fut. -ήσω
to have an equal share, Thuc., Xen. [from ἰσόμοιρος