ἀχάλινος
Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt
English (LSJ)
[χᾰ], ον, unbridled, στόματα E.Ba.386 (lyr.), cf. HF382 (lyr.), Ar.Ra.838, Pl.Lg.701c; ἀχάλινα λέγειν APl.4.223; ἀχάλινος ὑπ' ἀργύρου, i.e. uncorrupted by bribes, IG9(1).270 (Atalante): neuter plural as adverb, E.HF l.c.
Spanish (DGE)
-ον
1 desbocado, desenfrenado ταῦρος Nonn.D.28.14, neutr. plu. como adv. ἀχάλιν' ἐθόαζον de los caballos de Diomedes, E.HF 383
•fig. desenfrenado, irrespetuoso στόμα(τα) E.Ba.386, Ar.Ra.838, Lyr.Adesp.119.17, Pl.Lg.701c, cf. Heraclit.All.78, λόγοι Ael.Fr.228, ἀναιδείη Opp.H.5.368
•neutr. como adv. ἀχάλινα λέγειν AP 16.223.
2 fig. que no se deja dominar ὑπ' ἀργύρου IG 9(1).270.7 (Opunte III a.C.).
German (Pape)
[Seite 417] zügellos, ἵππος Eur. Herc. f. 383; Plut. Aem. P. 18; übertr., frech, στόμα Plat. Legg. III, 701 c; Eur. Bacch. 385; ἀχάλινα λέγειν Ep. ad. 255 (Plan. 223).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sans frein.
Étymologie: ἀ, χαλινός.
Russian (Dvoretsky)
ἀχάλῑνος: (χᾰ) досл. невзнузданный (ἵππος Eur., Plut.); перен. разнузданный (στόμα Eur., Arph., Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀχάλῑνος: -ον, ἄνευ χαλινοῦ, στόμα Εὐρ. Βάκχ. 385, πρβλ. Ἡρ. Μαιν. 383, Ἀριστοφ. Βάτρ. 838, Πλάτ. Νόμ. 701C· ἀχ. ὑπ' ἀργύρου, ὅ ἐ. ὁ μὴ διαφθαρεὶς διὰ δώρων, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 855. 7. ― Ἐπίρρ. -νως Κύριλλ.
Greek Monolingual
ἀχάλινος, -ον (Α) χαλινός
1. ο χωρίς χαλινάρι, ο ανεξέλεγκτος
α) «ἀχάλινα στόματα»
β) «ἀχάλινα λέγειν» — το να μιλάει κανείς άκριτα, ανεξέλεγκτα)
2. αδωροδόκητος, αδιάφθορος.
Greek Monotonic
ἀχάλῑνος: -ον, αυτός που δεν έχει χαλινάρι, σε Ευρ., Αριστοφ. κ.λπ.
Middle Liddell
unbridled, Eur., Ar., etc.
English (Woodhouse)
licentious, unbridled, ungovernable
Translations
unbridled
Armenian: սանձարձակ; Azerbaijani: yüyənsiz; Bulgarian: без юзда; French: débridé; German: ungezäumt; Greek: αχαλίνωτος; Ancient Greek: ἀχάλινος, ἀχαλίνωτος; Latin: effrenatus; Russian: разнузданный