ἐπισταλάω
From LSJ
English (LSJ)
v. ἐπισταλάζω.
German (Pape)
[Seite 982] dasselbe, ἐκ μετώπου ἱδρὼς πιδύων στῆθος ἐπισταλάει Leon. Tar. 47 (IX, 322).
French (Bailly abrégé)
ἐπισταλῶ :
c. ἐπισταλάζω.
Étymologie: ἐπί, σταλάω.
Greek Monotonic
ἐπισταλάω: πέφτω σε σταγόνες επάνω σε, με αιτ., σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιστᾰλάω: Anth. = ἐπιστάζω.