σκιάω

From LSJ
Revision as of 07:25, 29 May 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(άω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht

Menander, Monostichoi, 544
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκῐάω Medium diacritics: σκιάω Low diacritics: σκιάω Capitals: ΣΚΙΑΩ
Transliteration A: skiáō Transliteration B: skiaō Transliteration C: skiao Beta Code: skia/w

English (LSJ)

= σκιάζω, overshadow, make shady, Λῆμνον.. ἀκροτάτῃ κορυφῇ σκιάει A.R.1.604, cf. Arat.864, Nic.Th.30:—Pass., to be shaded or be dark, δύσετό τ' ἠέλιος σκιόωντό τε πᾶσαι ἀγυιαί (Ep.3pl. impf.) Od. 2.388, al., cf. Arat.600.

German (Pape)

[Seite 898] ep. σκιόω, = σκιάζω, beschatten, schattig machen; Ap. Rh. 1, 604; Hom. vrbdt oft δύσετό τ' ἠέλιος σκιόωντό τε πᾶσαι ἀγυιαί, wie Od. 2, 388, die Straßen wurden dunkel.

French (Bailly abrégé)

σκιῶ :
seul. prés.
couvrir de son ombre ; Pass. être dans l'obscurité.
Étymologie: σκιά.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκιάω [σκιά] beschaduwen:. σκιόωντο … πᾶσαι ἀγυιαί alle straten raakten met schaduw gevuld Od. 2.388.

Russian (Dvoretsky)

σκιάω: (только praes.) покрывать тенью (σκιόωντο πᾶσαι ἀγυιαί Hom.).

English (Autenrieth)

(σκιή): only pass. ipf. σκιόωντο, were darkened. (Od.)

Greek Monotonic

σκῐάω: = σκιάζω, καλύπτω με σκιά, επισκιάζω — Παθ. επικαλύπτομαι με σκιά, επισκιάζομαι ή γίνομαι σκιερός, αποκρύπτομαι, σκιόωντο ἀγυιαί (Επικ. γʹ πληθ. παρατ.), σε Ομήρ. Οδ.

Greek (Liddell-Scott)

σκιάω: σκιάζω, ἐπισκιάζω, κάμνω τινὰ σκιερόν, Λῆμνον … ἀκροτάτῃ κορυφῇ σκιάει Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 604, πρβλ. Νικ. Θηρ. 30, Ἄρατ. 864· ― Παθητ., γίνομαι σύσκιος, σκοτεινός, δύσε ὁ τ’ ἠέλιος σκιόωντό τε πᾶσαι ἀγυιαὶ (Ἐπικ. γ΄ πληθ. παρατ.), Ὀδ. Β. 388, Γ. 487, κτλ.

Middle Liddell

σκιάω, = σκιάζω
to overshadow:—Pass. to be shaded or become dark, σκιόωντο ἀγυιαί (epic 3rd pl. imperf.) Od.