ἀπόμακτρον

From LSJ
Revision as of 16:09, 31 May 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Ancient Greek: ἀπόμακτρον, ῥόχανον; Latin: hostorium; Welsh: " to "Greek: ρηγλί, κόφτρα; Ancient Greek: ἀπόμακτρον, ῥόχανον; Latin: hostorium; Welsh:...)

ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valoreven at the risk of death

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπόμακτρον Medium diacritics: ἀπόμακτρον Low diacritics: απόμακτρον Capitals: ΑΠΟΜΑΚΤΡΟΝ
Transliteration A: apómaktron Transliteration B: apomaktron Transliteration C: apomaktron Beta Code: a)po/maktron

English (LSJ)

τό, strickle, Ar.Fr.712.

Spanish (DGE)

-ου, τό
1 residuo que se aparta al pasar el rasero ἀπόμακτρ' ἀπεσκοτωμένα restos desechados apenas visibles Ar.Fr.667, cf. Phot.α 2564, Sud., AB 431.
2 rasero Hsch.

German (Pape)

[Seite 314] τό, = ἀπόμαγμα, VLL.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
linge pour s'essuyer en frottant.
Étymologie: ἀπομάσσω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόμακτρον: τό, ἡ κοινῶς «ῥίγλα» δι’ ἧς ἰσάζουσιν ἢ κόπτουσι τὸν ὑπερπληροῦντα τὸ μέτρον σῖτον, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 586: καθ’ Ἡσύχ. «ἀπόμακτρα, ξύλα· τὰς σκυτάλας, ἐν αἷς ἀποψῶσι τὰ μέτρα».

Greek Monolingual

ἀπόμακτρον, το (Α) απομάσσω
βέργα που βοηθούσε στη μέτρηση δημητριακών (τη χρησιμοποιούσαν για να ισιώνουν την επιφάνεια του καρπού και να τη φέρνουν στο ίδιο ύψος με τα χείλη του μετρητή).

Greek Monotonic

ἀπόμακτρον: τό (ἀπο-μάσσω), ξύλινη σκυτάλη με την οποία ίσιωναν ή αφαιρούσαν το σιτάρι, ώστε να μην ξεπερνά το καθορισμένο μέτρο στο ζύγισμά του, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

ἀπομάσσω
a strickle, Ar.

Translations

strickle

Bulgarian: равнилка; Galician: rapa, rebolo, rebola; Greek: ρηγλί, κόφτρα; Ancient Greek: ἀπόμακτρον, ῥόχανον; Latin: hostorium; Welsh: cyforbren