ἐρίζω

From LSJ
Revision as of 19:13, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_7_2)

τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρίζω Medium diacritics: ἐρίζω Low diacritics: ερίζω Capitals: ΕΡΙΖΩ
Transliteration A: erízō Transliteration B: erizō Transliteration C: erizo Beta Code: e)ri/zw

English (LSJ)

Dor. 3pl.

   A ἐρίζοντι Pi.N.5.39 ; Ep. inf. ἐριζέμεναι, -έμεν, Il. 1.277, 23.404 : impf. ἤριζον D.9.11, Dor. ἔρισδον Theoc.6.5, Ep. ἔριζον Il.2.555, Ion. ἐρίζεσκον Od.8.225, Crates Theb.1.3 : fut. ἐρίσω Ev.Matt.12.19, (δι-) App.BC5.127 codd., Dor. ἐρίξω Pi.Fr.II : aor. I ἤρῐσα Hes.Th.928, Lys.2.42, poet. ἔρισα Pi.I.8(7).30, ἔριξα Id.Pae. 6.87 ; Ep. opt. ἐρίσσειε Il.3.223 ; Dor. part. ἐρίξαντες Tab.Heracl.2.26: pf. ἤρῐκα Plb.3.91.7:—Med., Ep. impf. ἐρίζετο Hes.Th.534 : aor. subj. ἐρίσσεται Od.4.80:—Pass., Ep. pf. ἐρήρισμαι (in act. sense), v. infr.: (ἔρις):—strive, wrangle, quarrel, διαστήτην ἐρίσαντε Il.1.6, etc.; τὸ δίκαιον οὐκ ἔχει λόγον δυοῖν ἐρίζειν S.El.467: c. dat., Hes.Th. 928, Pi.Pae.l.c., etc.; ἀλλήλοις Od.18.277 ; ἀντιβίην τινί Il.1.277 ; ἀντία τοῖς ἀγαθοῖς P1.P.4.285 ; πρὸς θεόν ib.2.88 ; πρός τινα περί τινος Plu.Tim.14 ; ὗς ποτ' Ἀθαναίαν ἔριν ἤρισε Theoc.5.23 ; πρὸς πᾶν τὸ λεγόμενον Hdt.7.50 ; περί τινος about a thing, Il.12.423, al.; περὶ μικρῶν ἀκριβῶς ἐ. Isoc.2.39 : folld. by a relat., ἐ. ὅστις ἀρείων Theoc.5.67 ; ὁπότερος γενναιότερος Pl.Ly.207c : c. inf., contend that.., ἤριζον οἱ πολλοὶ οὐ λυσιτελήσειν τὴν πάροδον D.9.11: abs., of sophistical disputations, opp. διαλέγεσθαι, ἀμφισβητεῖν, Pl.R.454a, Prt.337b, cf. Crates Theb.1.3 ; of political discord, c. dat., Foed. ap. Th.5.79.    2 rival, vie with, challenge, οὐκ ἂν ἔπειτ' Ὀδυσῆΐ γ' ἐρίσσειε βροτὸς ἄλλος Il.3.223 ; ἐπεί σφισιν οὔ τις ἔριζεν Od.8.371 : c. acc. rei, rival or contend with one in a thing, οὐδ' εἰ..Ἀφροδίτῃ κάλλος ἐρίζοι Il.9.389, cf. Od.5.213, Hes.Sc.5 : c. dat. rei, δρηστοσύνῃ οὐκ ἄν μοι ἐρίσσειε βροτὸς ἄλλος in service, Od.15.321 ; ποσί Il.13.325 ; γνώμῃ καὶ πλήθει καὶ ἀρετῇ ἐ. τινί Lys.2.42 ; ἐρίσσειαν περὶ μύθων Il.15.284 ; ἀθανάτοισιν ἐρίζεσκον περὶ τόξων Od.8.225 ; τῷ Δῒ πλούτου πέρι Hdt.5.49 : c. inf., ἐρίζετον ἀλλήλοιιν χερσὶ μαχέσσασθαι Od.18.38 ; ἶσα δὲ πίνειν οὔτις οἱ ἀνθρώπων ἤρισεν Phalaec. ap. Ath.10.440e ; πρὸς θεούς Pl.R.395d ; Νέστωρ οἶος ἔριζε N. alone rivalled (him), Il.2.555, cf. X.Cyn.1.12.    II Med., like Act., ᾧ [τόξῳ] οὔ τίς τοι ἐρίζεται Il.5.172 ; μοι ἐρίσσεται..κτήμασιν Od.4.80 ; ἐρίζετο βουλὰς Κρονίωνι Hes.Th.534, cf. Pi.I.4(3).29 : also in pf. Pass., τῷ οὔ τις ἐρήρισται κράτος Hes.Fr. 195.    2 Pass., ταχυτὰς ποδῶν ἐρίζεται there are contests in fleetness of foot, Pi.O.1.95.

German (Pape)

[Seite 1028] (s. ἔρις), dor. ἐρίσδω, fut. ἐρίσω, ep. auch ἐρίσσω, dor. ἐρίξω, perf. p. auch ἐρήρισται, Hes. fr. Clem. Al. strom. p. 602, – 1) streiten, zanken, meist wie ἐριδαίνω vom Wettstreit, u. übh. von feindseliger Gesinnung, τινί; Il. 1, 6, ἀντιβίην τινί, offenbar mit Jem. streiten, 1, 277; περί τινος, über Etwas, 12, 423; ἀντία τινί, Pind. P. 4, 285; τινί, N. 8, 22; auch πρὸς θεόν, P. 2, 88; τὸ γὰρ δίκαιον οὐκ ἔχει λόγον δυοῖν ἐρίζειν Soph. El. 459, das Gerechte darf nicht Streit erregen; ἐρίζουσιν οἱ διάφοροί τε καὶ οἱ ἐχθροὶ ἀλλήλοις Plat-Prot. 337 b, wo ein Unterschied zwischen ἐρίζειν u. ἀμφισβητεῖν gemacht wird; περί τινος, Conv. 173 e; οὐκ ἐρίζειν, ἀλλὰ διαλέγεσθαι Rep. V, 454 a; πρὸς θεούς III, 395 d; πόλις πόλει Thuc. 5, 79; Folgde; τινὶ γνώμῃ Lys. 3, 42; πρός τινα περί τινος, Plut. Timol. 14. – 2) bes. wettstreiten, wetteifern, τινί, mit Einem, Il. 6, 131, Ἀφροδίτῃ κάλλος, mit der Aphrodite an Schönheit, in Betreff der Schönheit, 9, 389; Od. 5, 213; auch περὶ μύθων, περὶ τόξων, Il. 15, 284 Od. 8, 225; auch ποσί; δρηστοσύνῃ, mit den Füßen, d. i. im Laufe mit Jem. wetteifern, Il. 13, 325 Od. 15, 321; auch c. int., ἐρίζετον ἀλλήλοιϊν χερσὶ μαχέσσασθαι 18, 38; vgl. Phalaec. Ath. X, 440 e; absolut, Νέστωρ οἶος ἔριζε, Nestor allein wetteiferte, that es gleich, nahm es auf, Il. 2, 555; νόον γε μὲν οὔτις ἔριζε Hes. Sc. 5. – Auch in Prosa, τινί, Her. 4, 152; ἐρίζοντες αἱροῦσι τὸ χωρίον, wetteifernd nehmen sie den Platz ein, Xen. An. 4, 7, 12; περί τινος, 1, 2, 8 u. Sp.; ἠρικέναι, Pol. 3, 91, 7; ἔριν πρός τινα, Theocr. 5, 23, vgl. 136. – 3) das med. in der Bdtg des act., wettkämpfen, ᾡ οὔτις τοι ἐρίζεται ἐνθάδε ἀνήρ Il. 5, 172; Od. 4, 80; ἐρίζετο βουλὰς Κρονίωνι, er wetteiferte an Klugheit mit dem Zeus, Hes. Th. 534; ἵνα ταχυτὰς π οδῶν ἐρίζεται Pind. Ol. 1, 95; τινί, I. 3, 47. Vgl. ἐριδαίνω.