δυσκαταμάθητος

From LSJ
Revision as of 08:26, 14 June 2024 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσκαταμᾰ́θητος Medium diacritics: δυσκαταμάθητος Low diacritics: δυσκαταμάθητος Capitals: ΔΥΣΚΑΤΑΜΑΘΗΤΟΣ
Transliteration A: dyskatamáthētos Transliteration B: dyskatamathētos Transliteration C: dyskatamathitos Beta Code: duskatama/qhtos

English (LSJ)

[μᾰ], ον, hard to learn or hard to understand, Isoc.10.11, Pl.Plt. 303d (Comp.), D.H.Th.9. Adv. δυσκαταμαθήτως, ἔχειν Isoc.2.33.

Spanish (DGE)

-ον
1 difícil de reconocer ἰδέαι καὶ καιροί (de los discursos), Isoc.10.11, cf. Pl.Plt.303d
difícil de entender λόγος Isoc.12.246, cf. D.H.Th.55.2, πράγματα Isoc.15.265, D.H.Th.9.9.
2 adv. δυσκαταμαθήτως = con dificultad de reconocimiento (οἱ καιροί) δυσκαταμαθήτως ἔχουσιν = es difícil darse cuenta de la ocasión adecuada, Isoc.2.33.

German (Pape)

[Seite 682] schwer zu erlernen, schwer zu begreifen, compar., Plat. Polit. 303 d u. Folgde; – δυσκαταμαθήτως ἔχειν Isocr. 2, 33.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à apprendre ou à comprendre.
Étymologie: δυσ-, καταμανθάνω.

Russian (Dvoretsky)

δυσκαταμάθητος: с трудом усваиваемый, малопонятный Isocr., Plat.

Greek (Liddell-Scott)

δυσκαταμάθητος: -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νά μάθῃ τις ἢ νὰ ἐννοήσῃ, Ἰσοκρ. 210Β, Πλάτ. Πολιτ. 303D. - Ἐπίρρ., δυσκαταμαθήτως ἔχειν Ἰσοκρ. 21C.

Greek Monolingual

δυσκαταμάθητος, -ον (Α)
αυτός που δύσκολα μαθαίνεται ή κατανοείται.

Greek Monotonic

δυσκαταμάθητος: -ον (καταμανθάνω), δυσνόητος ή ακαταλαβίστικος, σε Ισοκρ.· επίρρ., -τως ἔχειν, στον ίδ.

Middle Liddell

δυσ-καταμάθητος, ον καταμανθάνω
hard to learn or understand, Isocr. adv., -τως ἔχειν Isocr.