ἀρχέκακος
Πενίας βαρύτερον οὐδέν ἐστι φορτίον → Onus est inopia longe gravius ceteris → Als Armut gibt es keine Last, die schwerer wiegt
English (LSJ)
ἀρχέκακον, beginning mischief, Il.5.63, Plu.2.861a, Hld.1.9, Ph.1.359, al., Porph.Chr.49.22.
Spanish (DGE)
(ἀρχέκᾰκος) -ον
que es el origen del mal νῆας ... ἀρχεκάκους, αἳ πᾶσι κακὸν Τρώεσσι γένοντο Il.5.63, (ναῦς) ἀρχεκάκους τολμήσας (sc. Heródoto) προσειπεῖν Plu.2.861b, cf. Colluth.9, ὁδός Eun.VS 501, de pers. y dioses γύναιον Hld.1.9.1, Δίονυσος Nonn.D.48.805, Δαναός Nonn.D.4.253, θηλύτεραι Nonn.D.8.213, δαίμων Nonn.Par.Eu.Io.17.15, Eust.Op.254.2, Φέρεκλος Colluth.196, πολιήτης Colluth.392, οὐχ ὡς ἀρχέκακον ἀμύνεται Eust.Op.115.87, de abstr. ἀπαιδευσία Ph.1.359
•subst. τὸ ἀρχέκακον = causa del mal de la soberbia τὸ πάθος τοῦ ἀρχεκάκου Origenes M.13.813A, cf. Ph.1.359
•de pers. ὁ ἀρχέκακος Porph.Chr.49.22
•simpl. causante de pers. ἀρχέκακος μύθων ἀθέων Clem.Al.Prot.2.13.
German (Pape)
[Seite 365] unheilstiftend, Il. 5, 63; Coluth. 9; Heliod. 1, 9.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
principe de mal, source de mal.
Étymologie: ἄρχω, κακός.
Russian (Dvoretsky)
ἀρχέκᾰκος: являющийся источником бедствий Hom., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρχέκᾰκος: -ον, ὁ πρωταίτιος τοῦ κακοῦ, ὃς καὶ Ἀλεξάνδρῳ τεκτήνατο νῆας ἐΐσας ἀρχεκάκους, «ἀρχὴν τῶν κακῶν παρασχούσας» (Σχόλ.), Ἰλ. Ε. 63, Πλούτ. 2. 861Α.
English (Autenrieth)
beginning mischief, Il. 5.63†.
Greek Monolingual
ἀρχέκακος, -ον (AM)
αυτός που έκανε την αρχή στο κακό, ο πρωταίτιος του κακού.
Greek Monotonic
ἀρχέκᾰκος: -ον (κακόν), πρωταίτιος κακού, σε Ομήρ. Ιλ.