πυριατήριον

From LSJ
Revision as of 07:49, 25 September 2024 by Spiros (talk | contribs)

οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῠριᾱτήριον Medium diacritics: πυριατήριον Low diacritics: πυριατήριον Capitals: ΠΥΡΙΑΤΗΡΙΟΝ
Transliteration A: pyriatḗrion Transliteration B: pyriatērion Transliteration C: pyriatirion Beta Code: puriath/rion

English (LSJ)

(Ion. πυριητήριον Hp.Steril.230), τό,
A steam bath, vapour bath, heated by a furnace, Eup.128, Arist.Pr.869a19, IG5(1).938 (Cythera, iii B.C.), Plu.Cim.1; τὸ πυριατήριον τὸ Λακωνικόν, Lat. Laconicum, D.C.53.27; πυριατήριον τὸ ἐκ τῆς σικύης Hp. l.c.
2 πυριατήρια φακωτά bean-shaped hot-water bottles, Archig. ap. Aët. 9.28.

German (Pape)

[Seite 822] τό, der Ort, wo die Schwitzbäder gebraucht wurden, sudatio; Eupol. bei Poll. 9, 43; Arist. probl. 2, 29. 32; bei Plut. Cimon. 1 als ein Teil des Gymnasiums genannt.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
étuve, lieu chauffé pour provoquer la sueur.
Étymologie: πῦρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πυριᾱτήριον -ου, τό [πυρία] stoombad.

Russian (Dvoretsky)

πῠριᾱτήριον: τό паровая баня, парильня Arst., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

πῠριᾱτήριον: τό, (πυριάω) λουτρὸν δι’ ἀτμοῦ, Λατ. sudatio, sudatorium, ἐθερμαίνετο δὲ τοῦτο διὰ καμίνου κάτωθεν (ἴδε ὑπόκαυστον), Εὔπολις ἐν «Δήμοις» 30, Ἀριστ. Προβλ. 9. 29, 32, Πλουτ. Κίμων 1· τὸ π. τὸ Λακωνικόν, λατ. Laconicum, Δίων Κ. 53. 27.

Greek Monotonic

πῠριᾱτήριον: τό (πυριάω), λουτρό με ατμό, που θερμαίνεται από ένα καμίνι στο κάτω μέρος, σε Πλούτ.

Middle Liddell

πῠριᾱτήριον, ου, τό, πυριάω
a vapour-bath, heated by a furnace underneath, Plut.