Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ψευδοκλητεία

From LSJ
Revision as of 08:25, 26 September 2024 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μένει δ' ἑκάστῳ τοῦθ', ὅπερ μέλλει, παθεῖν → Quod destinatum sorte, non fugies pati → Ein jeder muss das leiden, was er leiden soll

Menander, Monostichoi, 349
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψευδοκλητεία Medium diacritics: ψευδοκλητεία Low diacritics: ψευδοκλητεία Capitals: ΨΕΥΔΟΚΛΗΤΕΙΑ
Transliteration A: pseudoklēteía Transliteration B: pseudoklēteia Transliteration C: psevdokliteia Beta Code: yeudoklhtei/a

English (LSJ)

ἡ, (κλητεύω) false testimony, the offence of falsely subscribing one's name as witness to a summons (κλητήρ) , γραφὴ ψευδοκλητείας = legal action for false testimony, a prosecution for such false subscription, D.53.17, Arist.Ath.59.3; βαδίζειν ἐπί τινα τῆς ψευδοκλητείας D.53.15; ψευδοκλητείας τρὶς ὀφλεῖν And. 1.74.—This is the form found in Arist. l.c. (Pap.), in the best codd. of D. and in Poll.8.40, 44; ψευδοκλητία is found in codd. of And. and as v.l. in D.; ψευδοκλησία in Harp. (with vv.ll. ψευδοκλητία, ψευδοκληστία, ψευδόκλησις), Suid.

German (Pape)

[Seite 1394] ἡ, falsche Vorladung vor Gericht, falsche Unterschrift eines Zeugen bei einer Klage; Andoc. 1, 44; Dem. 53, 15 γραφὴ ψευδοκλητείας, Klage wegen falscher Vorladung.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
ψευδοκλητείας γραφή ou δίκη, action pour fausse assignation, càd contre celui qui déclare faussement avoir assigné qqn.
Étymologie: ψευδοκλητεύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ψευδοκλητεία -ας, ἡ [ψευδής, κλητεύω] valse getuigenverklaring.

Russian (Dvoretsky)

ψευδοκλητεία: ἡ ложное засвидетельствование судебного иска, письменное лжесвидетельство в пользу истца: γραφὴ ψευδοκλητείας Dem., Arst. привлечение к суду за лжесвидетельство.

Greek Monolingual

και ψευδοκλητία, ἡ, Α ψευδοκλητεύω
φρ. «ψευδοκλητείας γραφή»
(αττ. δίκ.) αγωγή την οποία είχε δικαίωμα να εγείρει ο εναγόμενος εναντίον του ενάγοντος και τών μαρτύρων του, τών κλητήρων, επειδή δεν έγινε καθόλου ή δεν έγινε κανονικά η κλήτευσή του για την ημέρα της δίκης.

Greek Monotonic

ψευδοκλητεία: ή -ία, ἡ (κλητήρ), αγωγή εναντίον κάποιου, ο οποίος ψευδώς υπέγραψε το όνομά του σαν μάρτυρας· γραφὴ ψευδοκλητείας, αγωγή για τέτοιου είδους ψεύτικη υπογραφή, σε Δημ.

Greek (Liddell-Scott)

ψευδοκλητεία: ἡ, ἀρωγὴ κατά τινος ὅστις ψευδῶς ὑπέγραψε τὸ ἑαυτοῦ ὄνομα ὡς μάρτυρος ἔν τινι κλήσει, γραφὴ ψευδοκλητείας, κατηγορία ἢ ἀγωγὴ κατὰ τοιαύτης ὑπογραφῆς, Δημ. 1252. 6· κλητεύειν τινὰ τῆς ψευδοκλητείας αὐτόθι 1251. 21· ψευδοκλητείας τρὶς ὀφλεῖν Ἀνδοκ. 10. 22. - Ἡ γραφὴ αὕτη ὑπάρχει ἐν τοῖς ἀρίστοις τῶν Ἀντιγράφων τοῦ Δημ. καὶ παρὰ Πολυδ. Η΄, 40, 44· ψευδοκλητία φέρεται παρ’ Ἀνδοκ. καὶ ὡς διάφ. γραφ. παρὰ Δημ., ψευδοκλησία παρὰ Σουΐδ. - Καθ’ Ἁρποκρ.: «ψευδοκλητείας ὄνομα δίκης ἐστίν, ἣν εἰσίασιν οἱ ἐγγεγραμμένοι ὀφείλειν τῷ δημοσίῳ, ἐπειδὰν αἰτιῶνταί τινας ψευδῶς κατεσκευάσθαι κλητῆρας καθ’ ἑαυτῶν πρὸς δίκην ἀφ’ ἧς ὦφλον, ἔστι δὲ παρὰ τε ἄλλοις ῥήτορσι καὶ Ἰσαίῳ ἐν τῷ πρὸς Νικοκλέα περὶ χωρίου». - Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τομ. Α΄, σ. 439, 897.

Middle Liddell

ψευδοκλητεία, ορ -ία, ἡ, κλητήρ
a prosecution against one who has falsely subscribed his name as witness, γραφὴ ψευδοκλητείας a prosecution for such false subscription, Dem.

Translations

perjury

Arabic: شَهَادَة زُور zūr); Belarusian: ілжэсведчанне, лжэсведчанне, клятвапарушэнне; Bulgarian: лъжесвидетелство; Catalan: perjuri; Chinese Mandarin: 偽證, 伪证, 偽證罪, 伪证罪; Czech: křivé svědectví; Danish: mened, falsk forklaring; Dutch: meineed; English: false testimony, oathbreach, perjury, testilying; Esperanto: ĵurrompo; Finnish: väärä vala, perätön lausuma; French: faux témoignage; Georgian: ცრუმოწმეობა; German: Meineid; Greek: ψευδορκία; Ancient Greek: ἐπιορκία, ψευδοκλητεία, ψευδομαρτυρία, ψευδορκία; Hungarian: hamis tanúzás; Icelandic: meinsæri; Irish: mionn bréige, mionn éithigh; Italian: falsa testimonianza; Japanese: 偽誓, 偽証, 偽証罪; Korean: 위증(僞證); Latin: periurium; Macedonian: кривоклетство; Maori: oati teka; Norwegian: falsk forklaring, mened; Old English: mānāþ; Polish: krzywoprzysięstwo; Portuguese: perjúrio; Romanian: mărturie mincinoasă; Russian: лжесвидетельство, клятвопреступление; Serbo-Croatian Roman: krivokletstvo, krivorečstvo; Spanish: perjurio; Swedish: mened; Tagalog: pagbubulaan, sambampanday; Turkish: yalancı şahitlik, yalancı tanıklık; Ukrainian: лжесві́дчення, кривосві́дчення