πρόπαρ

From LSJ
Revision as of 10:27, 13 October 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "( lyr. )" to "(lyr.)")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

πρὸ τελευτῆς μὴ μακάριζε μηδένα, καὶ ἐν τέκνοις αὐτοῦ γνωσθήσεται ἀνήρ → Count no man blessed before his end; a man will be recognized in his offspring. (Ecclesiasticus 11:28)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόπᾰρ Medium diacritics: πρόπαρ Low diacritics: πρόπαρ Capitals: ΠΡΟΠΑΡ
Transliteration A: própar Transliteration B: propar Transliteration C: propar Beta Code: pro/par

English (LSJ)

(παρά) Prep. with genitive,
A before, in front of, Hes.Th.518, E. Ph.120 (lyr.).
2 along, αἰγιαλοῖο A.R.1.454, 4.1288.
II abs. as adverb, before, sooner, rather, A.Supp.791 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 738] als praepos. mit dem gen., vor, vom Orte, Hes. Th. 518; auch entlang, längshin, αἰγιαλοῖο, An. Rh. 1, 484. – Als adv., vorn, voraus, θανεῖν, Aesch. Suppl. 772; Eur. Phoen. 119.

French (Bailly abrégé)

1 prép. en avant, devant, gén.;
2 adv. avant tout, plutôt.
Étymologie: πρό, παρά.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρόπαρ [πρό, παρά] adv. van tijd eerder:. πρόπαρ θανούσας Ἀίδας ἀνάσσοι mogen wij voor die tijd sterven en Hades onze heerser zijn Aeschl. Suppl. 791 (lyr.). van plaats voor, vooraan:. τίς οὗτος... πρόπαρ ὃς ἁγεῖται στρατοῦ wie is die man, die het leger aanvoert? Eur. Phoen. 120.

Russian (Dvoretsky)

πρόπᾰρ:
I adv. раньше, прежде, скорее: π. θανούσας δ᾽ Ἀΐδας ἀνάσσοι Aesch. лучше умереть мне (досл. пусть раньше Аид овладеет мертвой).
II praep. cum gen. перед Hes.: π. στρατοῦ Eur. впереди войска.

Greek Monolingual

Α
Ι. (πρόθεση συντασσόμενη με γεν.)
1. μπροστά από κάποιον («τίς οὗτος... πρόπαρ ὃς ἡγεῖται στρατοῦ», Ευρ.)
2. κοντά σε κάποιον ή σε κάτιφυλλάδα χευάμενοι πολιοῦ πρόπαρ αἰγιαλοῖο», Απολλ. Ρόδ.)
II. (απολύτως ως χρον. επίρρ.)
πιο πριν, προηγουμένωςπρόπαρ θανούσας δ' Ἀίδας ἀνάσσει», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + πάρ, συντετμημένος τ. της πρόθεσης παρά.

Greek Monotonic

πρόπᾰρ: (παρά),·
I. πρόθ. με γεν., μπροστά, μπροστά από, σε Ησίοδ., Ευρ.
II. επίρρ., πιο πριν, προηγουμένως, νωρίτερα, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

πρόπᾰρ: (παρὰ) πρόθεσ. μετὰ γεν., ἔμπροσθεν..., Ἡσ. Θεογ. 518, Εὐρ. Φοίν. 120· ὡσαύτως, ἐμπρὸς καὶ πλησίον, φυλλάδα χευάμενοι πολιοῦ πρόπαρ αἰγιαλοῖο Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 454. ΙΙ. ἀπολ. ὡς ἐπίρρ., πρότερον, θᾶττον, μᾶλλον, Αἰσχύλ. Ἱκ. 791. Πρβλ. προπάροιθε.

Middle Liddell

παρά
I. prep. with genitive before, in front of, Hes., Eur.
II. adv., before, sooner, Aesch.