πανομφαῖος
Μὴ πρὸς τὸ κέρδος πανταχοῦ πειρῶ βλέπειν → Noli perpetuo vertere oculos ad lucrum → Gewinnsucht habe nirgendwo allein im Blick
English (LSJ)
ὁ, sender of ominous voices, author of divination, Ζεύς Il.8.250, Simon.144, Orph.A.660; Ἠέλιος Q.S.5.626; Ἥρα πανομφαία EM768.53.
German (Pape)
[Seite 461] od. nach Schol. Ar. Ach. 142 πανόμφαιος, Beiwort des Zeus, der alle vorbedeutenden, wahrsagenden Stimmen (ὀμφή) schickt, Il. 8, 250, u. danach sp. D., wie Simonds. 44 (VI, 52); Orph. Arg. 658.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
de qui émanent tous les oracles, tous les présages (Zeus).
Étymologie: πᾶν, ὀμφή.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πανομφαῖος -ου, ὁ [πᾶς, ὀμφή] verkondiger van alle voortekenen (epithet van Zeus).
Russian (Dvoretsky)
πᾰνομφαῖος: посылающий все знамения, прорицающий обо всем (Ζεύς Hom.).
English (Autenrieth)
(ὀμφή): author of all omens, all-disclosing, Il. 8.250†.
Greek Monolingual
ὁ, θηλ. πανομφαία, Α
(ως επίθ. του Διός και άλλων θεών και θεαινών) αυτός που αποστέλλει μαντείες, θεϊκές φωνές που προοιωνίζονται κάτι («πανομφαῖος Ἠέλιος», Κόιντ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + ὀμφή «θεϊκή φωνή» + κατάλ. -αῖος].
Greek Monotonic
πᾰνομφαῖος: ὁ (ὀμφή), αυτός που εκπέμπει κάθε θεία φωνή, δημιουργός όλων των μαντικών τεχνών, σε Ομήρ. Ιλ., Ανθ.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰνομφαῖος: ὁ, ὁ πέμπων πᾶσαν ὀμφήν, θείαν φωνήν, εἰς ὃν πᾶσα ὀμφὴ ἀναφέρεται» (Εὐστ. 711, 52), «ᾧ πᾶσα φήμη καὶ μαντεία ἀναφέρεται» (Ἡσύχ.), Ἐπίθετ. τοῦ Διός, Ἰλ. Θ. 250, Σιμωνίδ. ἐν Ἀνθ. Π. 6. 52, Ὀρφ.· Ἥλιος Κόϊντ. Σμ. 5. 626· οὕτως Ἥρα πανομφαία, Ἐτυμολ. Μέγ. 768, 54.
Middle Liddell
πᾰν-ομφαῖος, ὁ, ὀμφή
sender of all ominous voices, author of all divination, Il., Anth.