πολύσταχυς
From LSJ
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
English (LSJ)
υ, gen. υος, rich in ears of corn, Δάματερ Theoc.10.42; ὕψος τοῦ φυτοῦ τετράπηχυ, π. καὶ πολύκαρπον Str.15.1.18.
German (Pape)
[Seite 673] υ, vielährig, ährenreich; Theocr. 10, 42; Strab. XV u. Sp.; πολυσταχής, f. L.
French (Bailly abrégé)
υος (ὁ, ἡ)
chargé d'épis.
Étymologie: πολύς, στάχυς.
Greek Monolingual
-υ, ΜΑ
αυτός που έχει πολλά στάχια («Δάματερ πολύσταχυ», θεόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + στάχυς (πφλ. μεγαλό-σταχυς)].
Greek Monotonic
πολύστᾰχυς: -υ, πλούσιος σε στάχυα σταριού, σε Θεόκρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολύσταχυς -υ [πολύς, σταχύς] rijk aan aren (epithet van Demeter).
Russian (Dvoretsky)
πολύστᾰχῠς: υος adj. богатый колосьями (Δαμάτηρ Theocr.).