πολυσύλλαβος
English (LSJ)
πολυσύλλαβον, polysyllabic, D.H.Comp.11, Luc. Nec.9.
German (Pape)
[Seite 674] vielsilbig; Luc. Necyom. 9; Gramm.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
formé de plusieurs syllabes, polysyllabique.
Étymologie: πολύς, συλλαβή.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολυσύλλαβος -ον [πολύς, συλλαβή] met veel lettergrepen, polysyllabisch.
Russian (Dvoretsky)
πολυσύλλᾰβος: многосложный (ὀνόματα Luc.).
Greek Monolingual
-η, -ο / πολυσύλλαβος, -ον, ΝΜΑ
γραμμ. (κυρίως για λέξη) αυτός που σύγκειται από πολλές συλλαβές.
επίρρ...
πολυσυλλάβως ΝΜΑ
με πολλές συλλαβές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -σύλλαβος (< συλλαβή), πρβλ. μονοσύλλαβος].
Greek Monotonic
πολῠσύλλᾰβος: -ον (συλλαβή), πολυσύλλαβος, σε Λουκ.
Greek (Liddell-Scott)
πολῠσύλλαβος: -ον, ὁ ἔχων πολλὰς συλλαβάς, Διονύσ. Ἁλ. περὶ Συνθ. 11, Λουκ. Νεκυομ. 9.
Middle Liddell
πολῠσύλλᾰβος, ον, συλλαβή
polysyllabic, Luc.
Translations
polysyllabic
Armenian: բազմավանկ; Belarusian: шматскладовы; Bulgarian: многосричен; Catalan: polisíl·lab, polisil·làbic; Chinese Mandarin: 多音節的, 多音节的; Czech: mnohoslabičný, víceslabičný; Dutch: meerlettergrepig; Faroese: við fleiri stavilsum; Finnish: monitavuinen; French: polysyllabique; German: vielsilbig, mehrsilbig; Greek: πολυσύλλαβος; Ancient Greek: πολυσύλλαβος; Hungarian: több szótagú/szótagos; Irish: ilsiollach; Italian: plurisillabo, polisillabico, polisillabo; Japanese: 多音節; Korean: 다음절의; Macedonian: повеќесложен; Manx: yl-heelagh; Polish: wielosylabowy; Portuguese: polissilábico, polissílabo; Russian: многосложный; Scottish Gaelic: ioma-lideach; Slovak: viacslabičný; Spanish: polisílabo; Swedish: flerstavig; Ukrainian: багатоскладовий; Vietnamese: đa âm tiết, nhiều âm tiết