γάγγαμον
ἰὼ, σκότος, ἐμὸν φάος, ἔρεβος ὦ φαεννότατον, ὡς ἐμοί, ἕλεσθ' ἕλεσθέ μ' οἰκήτορα → ah, darkness that is my light, gloom that is most bright for me, take me, take me to dwell in you
English (LSJ)
τό,
A small round net, esp. for oyster-catching, Opp.H.3.81: metaph., μέγα δουλείας γάγγαμον A.Ag.361(anap.): —also γαγγάμη, ἡ, Str.7.3.18.
2 umbilical region, Poll.2.169 (γαγγαμών is f.l.).
Spanish (DGE)
(γάγγᾰμον) -ου, τό
1 barredera, red redonda de pequeño tamaño usada para pescar y coger ostras, Opp.H.3.81, Poll.2.169, Hsch.
•fig. μέγα δουλείας γάγγαμον A.A.361.
2 región umbilical Poll.2.169, Hsch.
• Etimología: Quizá de *γόγγαμον c. asimilación ο-α > α-α y rel. c. γόγγυλος ‘redondo’ de origen impresivo.
German (Pape)
[Seite 469] τό, dasselbe, Opp. H. 3, 81; übertr., ἄτης Aesch. Ag. 369.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
petit filet rond ; fig. filet, lien (de la servitude).
Étymologie: DELG t. techn., donc étym. incert.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γάγγαμον -ου, τό vangnetje (klein rond vangnet om op oesters te vissen); overdr.. μέγα δουλείας γάγγαμον ἄτης παναλώτου het grote slavernij-net van de allesvangende ondergang Aeschl. Ag. 361 (van onderworpenheid).
Russian (Dvoretsky)
γάγγᾰμον: τό досл. сетка для ловли устриц, перен. сеть, путы (δουλείας Aesch.).
Frisk Etymological English
Grammatical information: n.
Meaning: small round net for oystercatching (A.),
Other forms: γαγγάμη f. (Str.); γαγγάμη σαγήνη η δίκτυον ἁλιευτικόν. καὶ σκεῦος γεωργικὸν (S ὅμοιον κρεάγρᾳ) H; γάγγαμον δίκτυον. και τὸ περὶ τὸν ὀμφαλὸν. H. γαγγαμουλκοί σαγηναυτεί.H.
Derivatives: γαγγαμεύς ἁλιεύς, ὁ τῃ̃ γαγγάμῃ ἐργαζόμενος H.; γαγγαμευτής id. (conj. EM).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Technical term, no doubt of foreign origin; prob. Pre-Greek. Not to γέντο he took. Neumann Heth. u. luw. Sprachgut. 100 connects Hitt. kank- hang; most uncertain.
Middle Liddell
[deriv. uncertain]
a small round net: metaph. a net, δουλείας γ. Aesch.
Greek Monolingual
το (Α)
βλ. γαγγάμη.
Greek Monotonic
γάγγᾰμον: τό, μικρό στρογγυλό δίχτυ για τη συλλογή οστράκων· μεταφ., το δίχτυ, δουλείας γάγγᾰμον, σε Αισχύλ. (άγν. προέλ.).
Greek (Liddell-Scott)
γάγγᾰμον: τό, μικρὸν στρογγύλον δίκτυον πρὸς ἄγραν ὀστρέων, Ὀππ. Ἁλ. 3.81· μεταφ., μέγα δουλείας γ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 361· ὡσαύτως γαγγάμη, ἡ, Στράβ. 307.
2) τὸ ἐπίπλοον, omentum, Πολυδ. Β’, 169 (ἔνθα ὁ τύπος γαγγαμὼν εἶναι σφάλμα).
Frisk Etymology German
γάγγαμον: {gággamon}
Forms: γαγγάμη f. (Str.)
Grammar: n.
Meaning: ‘Netz, bes. zum Austernfang’ (A., Opp.),
Derivative: Ableitung γαγγαμεύς· ἁλιεύς, ὁ τῇ γαγγάμῃ ἐργαζόμενος H. Daneben γαγγαμευτής ib. (conj. EM), vielleicht nach ἁλιευτής neben ἁλιεύς; evtl. von *γαγγαμεύω (Boßhardt Die Nomina auf -ευς 82).
Etymology: Als technischer Terminus der Entlehnung verdächtig. Falls indogermanisch, kann es zu γέντο er faßte (s. d.) gehören.
Page 1,281