πλήμυρα

From LSJ
Revision as of 07:31, 2 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Theophrastus" to "Thphr.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἆρ' ἐς τὸ κάλλος ἐκκεκώφηται ξίφη → can it be that her beauty has blunted their swords, can it be that their swords are blunted at the sight of her beauty

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλήμῡρα Medium diacritics: πλήμυρα Low diacritics: πλήμυρα Capitals: ΠΛΗΜΥΡΑ
Transliteration A: plḗmyra Transliteration B: plēmyra Transliteration C: plimyra Beta Code: plh/mura

English (LSJ)

ἡ,
A = πλημυρίς, flood-tide, flood, Thphr. Sign.29, LXX Jb.40.18(23), Placit.3.17.1, D.H.1.71, AP9.291 (Crin.), Ev.Luc. 6.48, Plu.Rom.3, etc.; inundation of the Nile, POxy.1409.17 (iii A. D.): metaph., λόγου Ph.1.175, cf. 690 (pl.); κακῶν S.E.M.11.157.
2 Medic., accumulation, excessive flow, Lycusap.Orib.8.25.39, Aret.SA2.9, SD 2.2.

German (Pape)

[Seite 634] ἡ, πλημυρέω, πλημυρίς, ἡ, πλημύρω u. s. f. s. unter πλήμμυρα, πλημμυρέω u. s. w.

French (Bailly abrégé)

ou πλήμμυρα;
ας (ἡ) :
flux, marée montante.
Étymologie: πίμπλημι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πλήμυρα -ας, ἡ [~ πλήμη: vloed] overstroming, vloed.

Greek Monolingual

πλημμύρα, η, ΝΜΑ, και πλημύρα Ν, και πλήμμυρα Α
1. υψηλή υδάτινη στάθμη κατά την οποία το νερό κατακλύζει τα φυσικά ή τεχνητά αναχώματα μιας κατά κανόνα άνυδρης χέρσου, όπως ένας ποταμός κατακλύζει την πεδιάδα υπερχείλισής του
2. μτφ. υπεραφθονία, υπερβολικά μεγάλη ποσότηταπλημμύρα εντυπώσεων» β. «κακῶν πλήμμυραν», Σέξτ. Εμπ.)

Greek (Liddell-Scott)

πλήμυρα: πλημυρέω, πλημυρίς, πλημύρω, ἴδε πλημμυρίς.

Translations

inundation

Arabic: فيضان; Bulgarian: наводнение; Chamicuro: imujki; Chinese Mandarin: 洪水; Czech: zaplavení, záplava; Dutch: inundatie; French: inondation; Georgian: დატბორვა; German: Überschwemmung, Überflutung; Ancient Greek: ἄμβασις, ἀνάβασις, ἀνάχυσις, βροχή, ἔμπτωσις, θαλάσσω, θαλάσσωσις, θαλάττωσις, κατακλυσμός, ὄμβρος, πλήμυρα; Hungarian: áradás; Italian: inondazione, allagamento, alluvione; Japanese: 洪水; Korean: 홍수; Latin: eluvio, abluvium; Nanai: далан; Ottoman Turkish: سیل, طوفان; Persian: سیلاب; Plautdietsch: Äwaschwamunk; Polish: powódź, potop; Portuguese: inundação; Romanian: inundare, inundație; Russian: наводнение, потоп; Spanish: inundación; Ukrainian: повінь, повідь, затоплення, потоп