βριμόομαι
γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit
English (LSJ)
= βριμάομαι, ἐβριμοῦτο τῷ Κύρῳ was indignant with Cyrus, X.Cyr.4.5.9 (expld. by ἀπειλεῖ Ael.Dion.Fr.95): abs., Ph.1.681.
Spanish (DGE)
(βρῑμόομαι) 1 indignarse, enfadarse κατὰ μὲν βριμούμενοι Corinn.22(b), c. dat. ἐβριμοῦτό τε τῷ Κύρῳ X.Cyr.4.5.9, cf. Ph.1.681, Hsch.
2 amenazar, asustar Ael.Dion.β 18, Paus.Gr.β 21.
German (Pape)
[Seite 464] vor Zorn schnauben. in heftigen Zorn geraten, τινί Xen. Cyr. 4, 5, 9; B. A. 30 ὑπὸ ὀργῆς βαρύνεσθαι.
French (Bailly abrégé)
-οῦμαι;
seul. impf. 3ᵉ sg. ἐβριμοῦτο;
gronder de colère contre, τινι.
Étymologie: βρίμη.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βριμόομαι [βρι- ‘zwaar’, ‘krachtig’] tekeergaan, met dat. tegen.
Russian (Dvoretsky)
βρῑμόομαι: быть в страшном гневе, сильно сердиться (τινι Xen.).
Greek (Liddell-Scott)
βρῑμόομαι: ἴδε ἐν λ. βριμάομαι.
Greek Monotonic
βρῑμόομαι: = βρῑμάομαι, σε Ξεν.
Mantoulidis Etymological
βριμοῦμαι καί βριμάομαι, βριμῶμαι (=εἶμαι γεμάτος ὀργή). Ἀπό τή λέξη βρίμη (=δύναμη, ὄγκος, ἀπειλή). Εἶναι λέξη φτιαγμένη ἀπό τόν ἦχο.
Παράγωγα: ἐμβρίμημα καί ἐμβρίμησις (=ἀγανάκτηση), βριμώδης (=αὐστηρός), βρίμωσις (=ἀγανάκτηση).