ἐπιθέω

From LSJ
Revision as of 11:48, 7 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "X.''Cyn.''" to "X.''Cyn.''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οὐδεὶς ἔστη παρὰ τῷ λέοντι ἡμᾶς φοβήσαντι → no one stood near the lion because it had frightened us

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιθέω Medium diacritics: ἐπιθέω Low diacritics: επιθέω Capitals: ΕΠΙΘΕΩ
Transliteration A: epithéō Transliteration B: epitheō Transliteration C: epitheo Beta Code: e)piqe/w

English (LSJ)

A run upon, at or after, Hdt.9.107, X.Cyn.6.10: abs., App. Hisp.90; ἐ. πρὸς τὴν μάχην Hdn.6.7.8.
2. metaph., ἡ ἐπιθέουσα εἰς ἀνθρώπους ἀπάτη Plot.2.9.6; to be diffused over, πᾶσι τοῖς ἀληθέσι Id.5.3.17, al.
II. run upon the surface of water, Arist.HA551b22.

German (Pape)

[Seite 943] (s. θέω), herbei-, herzulaufen, ὁλκάς Plut. Marc. 14; bes. feindlich, Her. 9, 107; πρὸς τὴν συσταδὸν μάχην Hdn. 6, 7, 19; verfolgen, vom Jäger, Xen. Cyn. 8, 10; Folgde; τινά, App. Hisp. 27.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et impf. ἐπέθεον;
courir vers ou contre.
Étymologie: ἐπί, θέω.

Greek Monolingual

ἐπιθέω (Α)
1. προστρέχω σε κάποιον, τρέχω προς το μέρος κάποιου ή μετά από κάποιον («καὶ ἐπιθέων μὲν ἐκβοάτω», Ξεν.)
2. μτφ. κυκλοφορώ, διαδίδομαι, είμαι διάσπαρτος («ἡ ἐπιθέουσα εἰς ἀνθρώπους ἀπάτη», Πλωτίν.)
3. τρέχω πάνω σε μια επιφάνεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + θέω «τρέχω»].

Greek Monotonic

ἐπιθέω: μέλ. -θεύσομαι, τρέχω προς ή κατόπιν κάποιου, κυνηγώ, σε Ηρόδ., Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιθέω:
1 (по чему-л.) бежать (τὰ ἐν τοῖς ποταμοῖς ἐπιθέοντα ζωδάρια Arst.; ὁλκὰς διὰ θαλάσσης ἐπιθέουσα Plut.);
2 совершать набег или нападение, бросаться Her., Plat.;
3 бежать вслед, преследовать (ἐπιθέων ἐκβοάτω, sc.κυνηγέτης Xen.).

Middle Liddell

fut. -θεύσομαι
to run at or after, Hdt., Xen.