ἀγέραστος

From LSJ
Revision as of 19:41, 12 November 2024 by Spiros (talk | contribs)

κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀγέραστος Medium diacritics: ἀγέραστος Low diacritics: αγέραστος Capitals: ΑΓΕΡΑΣΤΟΣ
Transliteration A: agérastos Transliteration B: agerastos Transliteration C: agerastos Beta Code: a)ge/rastos

English (LSJ)

ἀγέραστον, (γέρας) without a gift of honour, unrecompensed, Il.1.119, Hes.Th.395; ἀγέραστος τύμβος, ὄνομα E.Hec.115, Ba.1378; ἀπελθεῖν ἀγέραστον Luc.Tyr.3: c. gen., θυέων ἀγέραστον A.R 3.65:—cf. ἀγείρατος.

Spanish (DGE)

-ον
no premiado, no recompensado, no honrado como se merece ὄφρα μὴ οἷος Ἀργεΐων ἀ. ἔω Il.1.119, de dioses ὅστις ἄτιμος ὑπὸ Κρόνου ἠδ' ἀγέραστος Hes.Th.395, ἀγέραστον ἔχων ὄνομ' ἐν Θήβαις de Dioniso, E.Ba.1378, οὐδέ ... ὅ γε δαίμοσιν ἦν ἀγέραστος CEG 595.3 (Atenas IV a.C.), Ἔρως Nonn.D.24.268, ἀπελθεῖν ἀγέραστον Luc.Tyr.3, cf. Gr.Naz.M.37.1495A
de cosas τύμβον ... ἀγέραστον ἀφέντες E.Hec.115, τὸ σωφρονοῦν ἀγέραστον γίγνεται D.C.41.29.2
c. gen. θυέων ἀγέραστον A.R.3.65.

German (Pape)

[Seite 12] (γέρας), ohne Ehrengeschenk, Hom. nur Il. 1, 119; Hes. neben ἄτιμος Fh. 395; τύμβος Eur. Hec. 116; ὄνομα Bacch. 1375; mit dem gen., θυέων Ap. Rh. 3, 65; neben ἄμοιρός τινος Plut. sol. an. 23; βόες κεράτων οὐκ ἀγ. Ael. H. A. 2, 53.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non récompensé, non honoré.
Étymologie: , γέρας.

Russian (Dvoretsky)

ἀγέραστος:
1 оставшийся без награды, ненагражденный Hom., Hes., Luc.;
2 не почтенный дарами, заброшенный, забытый (τύμβος Eur.);
3 оставленный без почестей (ὄνομα Eur.; γένος Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀγέραστος: -ον, (γέρας) ὁ ἄνευ ἀμοιβῆς ἢ τιμῆς, ἄνευ βραβείου, Ἰλ. Α., 119, Ἡσ. Θ., 395· ἀγ. τύμβος, Εὐρ. Ἑκ. 117, ὄνομα Βάκχ. 1378· ἀπελθεῖν ἀγ., Λουκ. Τυραννοκ. 3· μετὰ γεν., θυέων, ἀγ., Ἀπολλ. Ῥόδ. 3. 65: - ποιητ. τις τύπος: ἀγείρατος ἀναφέρεται ἐν τῷ Μεγάλῳ Ἐτυμ.

English (Autenrieth)

(γέρας): without a gift.

Greek Monotonic

ἀγέραστος: -ον (γέρας), αυτός που δεν έχει λάβει βραβείο ή έπαθλο τιμής, αυτός που δεν έχει βραβευθεί, που δεν έχει ανταμειφθεί, αυτός που δεν έχει λάβει ανταπόδοση, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.

Middle Liddell

γέρας
without a gift of honour, unrecompensed, unrewarded, Il., Eur.