ἀμοιβός

From LSJ
Revision as of 07:49, 13 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "S.''Ant.''" to "S.''Ant.''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀνήρ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ προσκολληθήσεται → a man cleaves each to his fellow, each to one's fellow

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμοιβός Medium diacritics: ἀμοιβός Low diacritics: αμοιβός Capitals: ΑΜΟΙΒΟΣ
Transliteration A: amoibós Transliteration B: amoibos Transliteration C: amoivos Beta Code: a)moibo/s

English (LSJ)

ὁ,
A one who exchanges, ἀμοιβοί soldiers that relieve others, Il.13.793.
II Adj. in requital or exchange for, νέκυν νεκρῶν ἀ. ἀντιδούς S.Ant.1067; ἀ. ἑῆς θρέψε διδασκαλίης AP7.341 (Procl.).
2 alternating, κληῖδες, of Day and Night, Parm.1.14.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
• Prosodia: [ᾰ-]
I relevo οἵ ῥ' ... ἦλθον ἀμοιβοί Il.13.793, cf. Eust.960.21, ἐνθάδ' ἀμοιβὸν ἑῆς θρέψε διδασκαλίης me ha criado aquí para sucederle en su enseñanza, AP 7.341 (Procl.).
II como adj. -ός, -όν
1 alternativo, que abre y cierra κληῖδες del día y la noche, Parm.B 1.14.
2 que se da en pago, a cambio νέκυν νεκρῶν ἀμοιβὸν ἀντιδούς S.Ant.1067, πρὶν κακῶν ἔργων ἀμοιβὸν τιμωρίαν ἐκτῖσαι Ael.Fr.218, cf. Sud.

German (Pape)

[Seite 127] abwechselnd, ablösend, Hom. einmal, Iliad. 13, 793 οἵ ῥ' ἐξ Ἀσκανίης ἶλθον ἀμοιβοὶ ἠοῖ τῇ προτέρῃ, als Ablösung, Scholl. Aristonic. ἡ διπλῆ, ὅτι ἀμοιβοὶ οἱδιαδεξάμενοι τοὺς ἔμπροσθεν παραγενομένους ἐπικούρους, ἤτοι οἱ ἐξ ἀμοιβῆς καὶ ἐναλλάξεως παραγεγονότες συμμαχῆσαι τοῖς Τρωσὶν ἀντὶ τῶν πρότερον συνεργούντων αὐτοῖς πολιτῶν· διὰ γὰρ τὸ ἐπὶ δέκα ἔτη τὸν πόλεμον ἀνύεσθαι οἱ πρῶτοι, κεκμηκότες κατὰ μάχην, ἰσαρίθμων αὐτοῖς ἄλλων ἀποστελλομένων ἀπεπέμποντο, ὡς εἰκός; vgl. Apoll. lex. Hom. 27, 28; – Soph. νέκυν νεκρῶν ἀμοιβὸν ἀντιδούς Ant. 1054, als Ersatz gebend; διδασκαλίης ἀμ. Nachfolger, d. i. Anhänger der Lehre, Procl. 6 (VII, 341).

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui est ou qui se fait en échange ou en retour de, gén. ; οἱ ἀμοιβοί combattants qui en remplacent d'autres.
Étymologie: ἀμείβω.

Russian (Dvoretsky)

ἀμοιβός: (ᾰ)
1 приходящий на смену: οἱ ἧλθον ἀμοιβοί Hom. те, которые пришли на смену; ὃν ἀμοιβὸν ἑῆς θρέψε διδασκαλίης Anth. которого он воспитал, как преемника своего учения;
2 даваемый в обмен или в возмещение: ἀντιδοῦναί τι ἀμοιβόν τινος Soph. возмещать что-л. чем-л.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμοιβός: ὁ, (ἀμείβω), ἀντικαθιστῶν, ὁ διαδεχόμενός τινα, ἀμοιβοί, στρατιῶται λαμβάνοντες τὴν θέσιν ἄλλων, ἀλλαχοῦ διάδοχοι, Ἰλ. Ν. 793. ΙΙ. ὡς ἐπίθ. εἰς ἀνταπόδοσιν, εἰς ἀνταλλαγήν, νέκυν νεκρῶν ἀμ. ἀντιδοὺς Σοφ. Ἀντ. 1067.

English (Autenrieth)

(ἀμείβω): one who changes place with another, ἦλθον ἀμοιβοί (as substitutes), Il. 13.793†.

Greek Monolingual

ἀμοιβός, ο (Α)
1. αυτός που εναλλάσσεται, που παίρνει τη θέση άλλου, που διαδέχεται κάποιον
2. (το αρσ. στον πληθ.) οἱ ἀμοιβοί
οι στρατιώτες που αντικαθιστούν άλλους
3. (ως επιθ.) α) αυτός που γίνεται ή δίνεται σε ανταπόδοση, σε ανταλλαγή
β) αυτός που διαδέχεται κάποιον άλλον
4. φρ. «ἀμοιβοὶ κληῖδες». η Ημέρα και η Νύχτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμείβω.
ΣΥΝΘ. αργυραμοιβός
αρχ.
ἀλφιταμοιβός, ἀνταμοιβός, ἀντειμοιβός, ἐξημοιβός, ἐπαμοιβός, ἐπημοιβός, ἱεράμοιβος, χρυσαμοιβός.

Greek Monotonic

ἀμοιβός: ὁ (ἀμείβω),
I. διάδοχος, ἀμοιβοί, στρατιώτες που διαδέχονται άλλους, σε Ομήρ. Ιλ.
II. ως επίθ., αυτός που δίνεται ως ανταπόδοση ή ανταλλαγή σε κάτι, με γεν., σε Σοφ.

Middle Liddell

ἀμείβω
I. one who exchanges, ἀμοιβοί soldiers that relieve others, Il.
II. as adj. in return or in exchange for a thing, c. gen., Soph.