νεωστί
English (LSJ)
Adv. of νέος, for νέως, lately, just now, Hdt.1.196, 2.15,49, al., S.El.1049, Th.4.108, Pl.Grg. 503c, Antiph.58.4, etc.
French (Bailly abrégé)
adv.
nouvellement, récemment.
Étymologie: νέος.
German (Pape)
neuerlich, neuerdings; πάλαι δέδοκται ταῦτα κοὐ νεωστί μοι, Soph. El. 1038; τοὺς νεωστὶ δεσπότας, Eur. Hec. 617; τοῖς νεωστὶ νυμφίοις, Med. 366, öfter; Her. 2.49, 6.40; τοῦ νῦν νεωστὶ ἐπιδημοῦντος, jetzt eben, Plat. Prot. 318b, öfter; wie nuper auch von einem längern Zeitraume, Gorg. 503c Περικλέα τουτονὶ τὸν νεωστὶ τετελευτηκότα, vgl. Heindorf zur Stelle.
Russian (Dvoretsky)
νεωστί: (ῐ) adv. недавно, только что (πάλαι κοὐ ν. Soph.; ὁ ν. τετελευτηκώς Plat.): ὁ ν. δεσπότης Eur. новый хозяин.
Greek (Liddell-Scott)
νεωστί: Ἐπίρρ. τοῦ νέος, ἀντὶ τοῦ νέως, ὡς μεγαλωστὶ ἀντὶ τοῦ μεγάλως, πρὸ μικροῦ, Ἡρόδ. 1. 196., 2. 15, 49. κ. ἀλλ., Σοφ. Ἠλ. 1049, Θουκ. 4. 108. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σελ. 284.
Greek Monolingual
(ΑΜ νεωστί)
επίρρ. πριν από λίγο, πρόσφατα («καὶ Περικλέα τουτονὶ τὸν νεωστὶ τετελευτηκότα», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νέως, αμάρτυρο επίρρ. του νέος + επιρρμ. κατάλ. -τι (πρβλ. ιερωστί, ταχεωστί)].
Greek Monotonic
νεωστί: επίρρ. του νέος αντί νέως, όπως μεγαλωστί αντί μεγάλως,- πρόσφατα, μόλις τώρα, προ ολίγου, σε Ηρόδ., Σοφ.
Middle Liddell
[adverb of νέος, for νέως, as μεγαλωστί for μεγάλως
lately, just now, Hdt., Soph.
English (Woodhouse)
recently, just now, the other day
Lexicon Thucydideum
nuper, lately, recently, 1.95.1, 1.103.3, 1.137.3, 3.30.2, 4.34.2, 4.50.3, 4.108.5, 6.12.1, 7.1.4, 7.33.5, 8.5.5,
SUP. 1.7.1.