ἀπονοστέω
ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod
English (LSJ)
return, come home, Hom. in phrase ἂψ ἀπονοστήσειν Il.1.60, al.; ἀ. ἀπὸ τάφου Hes.Op.735; ἀ. ὀπίσω Hdt.4.33; ἀ. σῶς Id.3.124, 4.76; ἀπήμων Id.1.42, al.; ἐς Σπάρτην Id.1.82; rare in Trag. and Prose, ἀπονοστήσας χθονός when he returns from.., E.IT731; ἀ. ἐπ' οἴκου Th.7.87; ἐκ πυρός Iamb.Protr.21.ί: abs., X.An.3.5.16.
Spanish (DGE)
volver ἄψ Il.1.60, ἀπὸ τάφου Hes.Op.735, ὀπίσω Hdt.4.33, ἀπονοστήσας χθονός cuando vuelva del país E.IT 731, ἐκ πυρός Iambl.Protr.21.ιʹ, ἐπ' οἴκου Th.7.87, ἐς Σπάρτην Hdt.1.82, cf. Pi.N.6.50, D.C.71.2.4
•c. adj. pred. ἢν σῶς ἀπονοστήσῃ Hdt.3.124, 4.76, ἀπήμων Hdt.1.42
•abs., X.An.3.5.16
•ἀπονοστήσω· ἀπονοσφίσωμαι Hsch.
German (Pape)
[Seite 317] heimkehren, Hom. sechsmal, immer ἂψ ἀπονοστήσειν Versanfang: Iliad. 1, 60. 8, 499. 12, 115. 17, 406 Od. 13, 6. 24, 471; das compos. Homerisch anstatt des simpl. νοστέω; – εἴς τι Pind. N. 6, 52; Her. 4, 33 u. öfter; Thuc. 7, 87; Xen. An. 3, 5, 16; Arr. 7, 4, 3.
French (Bailly abrégé)
ἀπονοστῶ :
1 revenir, rentrer dans ses foyers;
2 revenir de.
Étymologie: ἀπό, νοστέω.
Russian (Dvoretsky)
ἀπονοστέω: возвращаться к себе, приходить домой (ἄψ Hom.; ἀπό τινος Hes.; εἰς τόπον Pind., Her.; ἐπ᾽ οἴκον Thuc.; χθονός Eur.; οἴκαδε Plut.; ἀπονοστῆσαι διὰ τὴν δυσχωρίαν Xen.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀπονοστέω: ἐπανέρχομαι, ὑποστρέφω εἰς τὴν πατρίδα μου, Ὅμ. ἐν τῇ φράσει ἂψ ἀπονοστήσας Ἰλ. Α. 60, κτλ.· ἀπ. ἀπό τινος Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 733· παρ’ Ἡρόδ., ἀπ. ὀπίσω 4. 33· ἀπ. σῶς 3. 124., 4. 76· ἀπήμων 1. 42, κ. ἀλλ. ἐς τόπον 1. 82· σπάν. Παρ’ Ἀττ., ἀπονοστήσας χθόνος, ὅτε ὑπέστρεψεν ἐκ.., Εὐρ. Ι. Τ. 731· ἀπ. ἐπ' οἴκου Θουκ. 7. 87· ἀπολ., Ξεν. Ἀν. 3. 5, 16.
English (Autenrieth)
only fut. inf. ἀπονοστήσειν: return home, return, always with ἄψ, Α, Od. 24.471.
English (Slater)
ἀπονοστέω (-νοστάω Forssman, p. 45f.) return καὶ ἐς Αἰθίοπας Μέμνονος οὐκ ἀπονοστήσαντος ἔπαλτο (Ahrens: ἀπονοστάσαντος codd.) (N. 6.50)
Greek Monotonic
ἀπονοστέω: μέλ. -ήσω, επιστρέφω, γυρίζω στην πατρίδα μου, ἂψ ἀπονοστήσειν, σε Ομήρ. Ιλ.· ἀπονοστέω ὀπίσω, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
to return, come home, ἂψ ἀπονοστήσας, Il.; ἀπ. ὀπίσω Hdt.