ναυμαχία

From LSJ
Revision as of 14:31, 16 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ναυμᾰχῐ́ᾱ Medium diacritics: ναυμαχία Low diacritics: ναυμαχία Capitals: ΝΑΥΜΑΧΙΑ
Transliteration A: naumachía Transliteration B: naumachia Transliteration C: navmachia Beta Code: naumaxi/a

English (LSJ)

Ion. ναυμαχίη, ἡ, sea fight, naval battle, Hdt.6.14, al., Th.1.13, etc.; ναυμαχίαν ποιέεσθαι Hdt.8.49; ναυμαχίῃ κρατήσας, ναυμαχίῃ ἑσσωθέντες, Id.3.39, 6.92; ναυμαχίᾳ νικᾶν X.HG1.6.2; ναυμαχίας νενικήκατε ib.1.1.28; ναυμαχίαν ἀπώσασθαί τινα in a sea-fight, Th.1.32; πολλὰς ναυμαχίας νεναυμαχηκώς Lys.7.41; τὴν περὶ Σαλαμῖνα ναυμαχίαν τῶν Ἑλλήνων πρὸς τοὺς βαρβάρους Pl.Lg.707b.

German (Pape)

[Seite 231] ἡ, Schiffsschlacht, Seeschlacht; Her. 7, 141. 8, 49; Thuc. 1, 32; Plat. Menex. 242 c u. Folgde.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
combat naval, bataille navale.
Étymologie: ναύμαχος.

Russian (Dvoretsky)

ναυμᾰχία: ион. ναυμᾰχίη ἡ сражение на море, морской бой (ναυμαχίαν ποιεῖσθαι Her.; ναυμαχίᾳ или ναυμαχίαν νικᾶν Xen.): ναυμαχίαν ἀπώσασθαί τινα Thuc. отразить кого-л. в морском бою.

Spanish

combate marítimo

Greek (Liddell-Scott)

ναυμᾰχία: Ἰων. -ίη, ἡ, ἡ κατὰ θάλασσαν διὰ πλοίων μάχη, Ἡρόδ. 6. 14, κ. ἀλλ., Θουκ. κλ.· ν. ποιεῖσθαι Ἡρόδ. 8. 49· ναυμαχίῃ κρατήσας εἷλε Ἡρόδ. 3. 39.· ἑσσωθέντες τῇ ναυμαχίῃ ὁ αὐτ. 6. 92· ναυμαχίᾳ νικᾶν Ξεν. Ἑλλ. 1. 6, 2· ἀλλ’ ὡσαύτως, ναυμαχίαν νικᾶν αὐτόθι 1. 1, 28· τὴν μὲν οὖν γενομένην ναυμαχίαν αὐτοὶ κατὰ μόνας ἀπεωσάμεθα Κορινθίους, κατὰ μὲν οὖν τὴν γενομένην ναυμαχίαν, κτλ., Θουκ. 1. 32· πολλὰς ν. ναυμαχεῖν Λυσ. 112. 2· τὴν περὶ Σαλαμῖνα ν. τῶν Ἑλλήνων πρὸς τοὺς βαρβάρους Πλάτ. Νόμ. 707Β.

Greek Monolingual

η (ΑΜ ναυμαχία, Α ιων. τ. ναυμαχίη) ναύμαχος
πολεμική σύγκρουση που διεξάγεται στη θάλασσα με πλοία, πολεμική αναμέτρηση ναυτικών δυνάμεων («τὴν περὶ Σαλαμῖνα ναυμαχίαν τῶν Ἑλλήνων πρὸς τοὺς βαρβάρους γενομένην», Πλάτ.)
αρχ.
1. (στους Ρωμαίους) αγώνες κατά τους οποίους γίνονταν θεαματική αναπαράσταση μάχης μεταξύ πλοίων στην οποία χρησιμοποιούνταν ως ναυμάχοι δούλοι ή καταδικασμένοι σε θάνατο
2. χώρος στον οποίο τελούνταν τέτοιου είδους αγώνες.

Greek Monotonic

ναυμᾰχία: ἡ, Ιων. -ίη, μάχη στη θάλασσα, ναυμαχία, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.

Middle Liddell

ναυ-μᾰχία, ἡ,
a sea-fight, Hdt., Thuc., etc.

English (Woodhouse)

sea battle, sea fight

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Translations

ar: معركة بحرية; bg: морско сражение; bs: pomorska bitka; cv: тинĕс çапăçӑвĕ; da: søslag; de: Seeschlacht, Seegefecht, Schiffsschlacht; el: ναυμαχία; grc: ναυμαχία, ναυμαχίη; en: naval battle; es: combate naval, combate marítimo; et: merelahing; eu: itsas gudu; fr: bataille navale; fy: seeslach; is: sjóorrusta; it: battaglia navale; li: zieëslaag; nl: zeeslag; no: sjøslag; pl: bitwa morska; ru: морское сражение; sh: pomorska bitka; sv: sjöslag; uk: морська битва; wa: batreye naivrece

Lexicon Thucydideum

navale praelium, naval battle, 1.13.4, 1.23.1, 1.30.1. 1.30.3. 1.31.1. 1.32.5. 1.48.1, 1.49.2, 1.49.4, 1.50.2, 1.51.3, 1.52.2, 1.54.2. 1.57.1. 1.100.1. 1.100.2. 1.105.1, 1.117.3, 1.121.4, 2.83.3. 2.83.32.85.1, 2.85.2, 2.85.3. 2.4.1. 2.86.1, 2.86.5, 2.86.52.6.1, 2.87.1. 2.87.2. 2.89.1. 2.8.1, 2.8.9. 2.92.7. 2.103.1, 3.4.2, 3.70.1, 3.78.4. 3.79.2. 4.8.8. 4.13.3. 4.24.3, 4.25.6, 4.39.1. 6.34.5, 7.17.4, 7.21.2. 7.21.4, 7.23.1. 7.23.2. 7.24.1. 7.25.9. 7.34.1. 7.34.8, 7.36.2. 7.36.3. 7.6.1, 7.37.1. 7.38.2, 7.41.4, 7.54.1. 7.59.2, 7.62.2, 7.66.2. 7.70.2, 7.71.1, 7.71.2. 7.3.1. 7.5.1. 7.72.1, 7.73.2. 7.75.1. 8.20.1. 8.43.1, 8.60.3. 8.61.3, 8.63.1, 8.80.4, 8.103.3. 8.106.1. 8.107.1.