συνδιώκω

From LSJ
Revision as of 14:32, 16 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὁ γὰρ ἀποθανὼν δεδικαίωται ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας → anyone who has died has been set free from sin, the person who has died has been freed from sin, someone who has died has been freed from sin (Romans 6:7)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνδῐώκω Medium diacritics: συνδιώκω Low diacritics: συνδιώκω Capitals: ΣΥΝΔΙΩΚΩ
Transliteration A: syndiṓkō Transliteration B: syndiōkō Transliteration C: syndioko Beta Code: sundiw/kw

English (LSJ)

A chase away together, join in the chase, Th.1.135, 8.17, PEnteux.70.5 (iii B.C.), Plb.1.17.13, etc.:—Pass., to be constrained, ὑπὸ τῆς ἀνάγκης Longin.43.5; τοῦ πάθους τὸ συνδεδιωγμένον hurry, vehemence, Id.21.1; so τόνοι καὶ ῥυθμοὶ συνδεδ. Phld.Mus. p.22 K.; συνδεδ. σφυγμός Herod.Med. in Rh.Mus.58.99; πόνοι συνδεδ. ὑπὸ τῆς πνιγὸς ἀμαυροῦνται Aret.SA1.7.
II as law-term, join in the prosecution, Lex ap.D.43.57, etc.

German (Pape)

[Seite 1009] mit od. zugleich verfolgen; Thuc. 1, 135; Pol. 1, 17, 3 u. öfter; συνεδιώχθησαν εἰς τὴν πόλιν, 1, 8, 2; bes. gerichtlich belangen, verklagen, Dem. 43, 57; Sp., wie Luc. hist. conscr. 49.

French (Bailly abrégé)

poursuivre avec ou ensemble.
Étymologie: σύν, διώκω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-διώκω, Att. ook ξυνδιώκω mede of samen achtervolgen; jurid. samen aanklagen.

Russian (Dvoretsky)

συνδιώκω: (fut. συνδιώξομαι)
1 вместе преследовать, пускаться в погоню, гнать Thuc., Polyb.;
2 вместе преследовать по суду Dem., Luc.

Greek (Liddell-Scott)

συνδιώκω: μέλλ. Ἀττικ. -ξομαι, διώκω, καταδιώκω ὁμοῦ, Θουκ. 1. 135, 8. 17, Πολύβ. 1. 17. 13, κτλ. ― Παθητ., διώκομαι ὁμοῦ, ὑπὸ τῆς ἀνάγκης Λογγῖν. 43. 5· τὸ συνδεδιωγμένον, σπουδή, ὁρμή, βία, ὁ αὐτ. 21. 1. ΙΙ. ὡς νομικὸς ὅρος, ἀπὸ κοινοῦ κατηγορῶ, Νόμ. παρὰ Δημ. 1068, ἐν τέλ., Λουκ., κλπ.

Greek Monolingual

Α
1. καταδιώκω κάποιον μαζί με άλλον, βοηθώ και εγώ στην καταδίωξη κάποιου
2. κατηγορώ κάποιον από κοινού με άλλον
3. παθ. συνδιώκομαι
α) συμπιέζομαι, στρυμώχνομαι
β) πιέζομαι («ἂν μὴ σφόδρα ὑπό τινος ἀνάγκης συνδιωκώμεθα», Λογγίν.)
γ) κυριεύομαι από ορμή ή βιασύνη
4. (το ουδ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) τὸ συνδεδιωγμένον
σπουδή, βιασύνη.

Greek Monotonic

συνδιώκω: Αττ. μέλ. -διώξομαι,
I. καταδιώκω από κοινού, συμμετέχω στην καταδίωξη, σε Θουκ.
II. ως νομικός όρος, συμβάλλω στην άσκηση ποινικής δίωξης, κατηγορώ από κοινού, σε Νόμ. παρά Δημ.

Middle Liddell

fut. Attic -διώξομαι
I. to chase away together, join in the chase, Thuc.
II. as law-term, to join in the prosecution, Lex ap. Dem.

Lexicon Thucydideum

una persequi, to pursue together, 1.135.3, 8.17.3.