συνδιώκω
οὐχὶ σοῦσθ'; οὐκ ἐς κόρακας; οὐκ ἄπιτε; παῖε τῷ ξύλῳ → You will not go? The plague seize you! Will you not clear off? Hit them with your stick!
English (LSJ)
A chase away together, join in the chase, Th.1.135, 8.17, PEnteux.70.5 (iii B.C.), Plb.1.17.13, etc.:—Pass., to be constrained, ὑπὸ τῆς ἀνάγκης Longin.43.5; τοῦ πάθους τὸ συνδεδιωγμένον hurry, vehemence, Id.21.1; so τόνοι καὶ ῥυθμοὶ συνδεδ. Phld.Mus. p.22 K.; συνδεδ. σφυγμός Herod.Med. in Rh.Mus.58.99; πόνοι συνδεδ. ὑπὸ τῆς πνιγὸς ἀμαυροῦνται Aret.SA1.7.
II as law-term, join in the prosecution, Lex ap.D.43.57, etc.
German (Pape)
[Seite 1009] mit od. zugleich verfolgen; Thuc. 1, 135; Pol. 1, 17, 3 u. öfter; συνεδιώχθησαν εἰς τὴν πόλιν, 1, 8, 2; bes. gerichtlich belangen, verklagen, Dem. 43, 57; Sp., wie Luc. hist. conscr. 49.
French (Bailly abrégé)
poursuivre avec ou ensemble.
Étymologie: σύν, διώκω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-διώκω, Att. ook ξυνδιώκω mede of samen achtervolgen; jurid. samen aanklagen.
Russian (Dvoretsky)
συνδιώκω: (fut. συνδιώξομαι)
1 вместе преследовать, пускаться в погоню, гнать Thuc., Polyb.;
2 вместе преследовать по суду Dem., Luc.
Greek (Liddell-Scott)
συνδιώκω: μέλλ. Ἀττικ. -ξομαι, διώκω, καταδιώκω ὁμοῦ, Θουκ. 1. 135, 8. 17, Πολύβ. 1. 17. 13, κτλ. ― Παθητ., διώκομαι ὁμοῦ, ὑπὸ τῆς ἀνάγκης Λογγῖν. 43. 5· τὸ συνδεδιωγμένον, σπουδή, ὁρμή, βία, ὁ αὐτ. 21. 1. ΙΙ. ὡς νομικὸς ὅρος, ἀπὸ κοινοῦ κατηγορῶ, Νόμ. παρὰ Δημ. 1068, ἐν τέλ., Λουκ., κλπ.
Greek Monolingual
Α
1. καταδιώκω κάποιον μαζί με άλλον, βοηθώ και εγώ στην καταδίωξη κάποιου
2. κατηγορώ κάποιον από κοινού με άλλον
3. παθ. συνδιώκομαι
α) συμπιέζομαι, στρυμώχνομαι
β) πιέζομαι («ἂν μὴ σφόδρα ὑπό τινος ἀνάγκης συνδιωκώμεθα», Λογγίν.)
γ) κυριεύομαι από ορμή ή βιασύνη
4. (το ουδ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) τὸ συνδεδιωγμένον
σπουδή, βιασύνη.
Greek Monotonic
συνδιώκω: Αττ. μέλ. -διώξομαι,
I. καταδιώκω από κοινού, συμμετέχω στην καταδίωξη, σε Θουκ.
II. ως νομικός όρος, συμβάλλω στην άσκηση ποινικής δίωξης, κατηγορώ από κοινού, σε Νόμ. παρά Δημ.
Middle Liddell
fut. Attic -διώξομαι
I. to chase away together, join in the chase, Thuc.
II. as law-term, to join in the prosecution, Lex ap. Dem.
Lexicon Thucydideum
una persequi, to pursue together, 1.135.3, 8.17.3.