συγκαταλύω
English (LSJ)
A help in undoing or putting down, τὸν δῆμον Th.8.68, And.1.101, Lys.16.5; put down also, κἀκεῖνον Plu.Pomp.67; σ. βίον ἅμα τινί D.H.Isoc.1; help to reduce, πληθώραν Gal.18(1).725; σ. τὴν δύναμιν ἑαυτῷ Id.15.607, cf. 16.598 (Pass.).
II intr., halt or stop for the night together, Plu.2.94a.
2 cease together with, Lib.Or.64.118.
German (Pape)
[Seite 965] mit od. zugleich auflösen; τὸν δῆμον, die demokratische Verfassung aufheben, Thuc. 8, 68; Lys. 16, 5. 30, 15, – intrans., mit einkehren, Plut. de am. mult. p. 290.
French (Bailly abrégé)
1 tr. aider à dissoudre, à détruire;
2 intr. faire une halte, s'arrêter qqe part avec qqn.
Étymologie: σύν, καταλύω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συγ-καταλύω, Att. ook ξυγκαταλύω helpen ten val te brengen, samen ten val brengen. tegelijkertijd ten val brengen. Plut. Pomp. 67.2.
Russian (Dvoretsky)
συγκαταλύω:
1 совместно уничтожать, одновременно разрушать: σ. τὸν δῆμον Thuc., Lys. участвовать в ниспровержении демократии; σ. κἀκεῖνον αὐτόν Plut. (разделавшись с Цезарем) заодно убить и его самого (т. е. Помпея);
2 делать остановку, останавливаться (для отдыха или ночлега) Plut.
Greek Monolingual
Α
1. καταλύω μαζί, καταστρέφω μαζί
2. (ιδίως στην Αθήνα) ανατρέπω το δημοκρατικό πολίτευμα
3. συντελώ στην ελάττωση
4. καταλύω με κάποιον στο ίδιο πανδοχείο
5. φρ. «συγκαταλύω τὸν ἐμαυτοῦ βίον» — θέτω τέρμα στη ζωή μου μαζί με άλλον (Δίον. Αλ.).
Greek Monotonic
συγκαταλύω: μέλ. -σω, συμμετέχω ή βοηθώ στην καταστροφή ή την κατάλυση, τὸν δῆμον, σε Θουκ. κ.λπ.
Greek (Liddell-Scott)
συγκαταλύω: καταλύω, καταστρέφω ὁμοῦ, τὸν δῆμον Θουκ. 8. 68, Ἀνδοκ. 13. 39, Λυσί. 146. 7, κτλ.· μετ’ αἰτιατ. προσώπ., Πλουτ. Πομπ. 67· τελειώνω ὁμοῦ, ἅμα τοῖς ἀγαθοῖς τῆς πόλεως συγκαταλῦσαι τὸν ἑαυτοῦ βίον Διονύσ. Ἁλ. περὶ Ἰσοκρ. 1. ΙΙ. ἀμεταβ., καταλύω μετά τινος ἐν τῷ αὐτῷ πανδοκείῳ, ὥσπερ νῦν πολλοὶ φίλοι λεγόμενοι συμπιόντες ἅπαξ ἢ συγκαταλύσαντες ἐκ πανδοκείου... φιλίαν συλλέγουσιν Πλούτ. 2. 94Α. ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τόμ. Α΄, σ. 532.
Middle Liddell
fut. σω
to join or help in undoing or putting down, τὸν δῆμον Thuc., etc.